ΤΟ ΣΧΟΛΕΙΟ

Το Δημοτικό Σχολείο Μακρυχωρίου

02_004big

Το χωριό μας, το Μακρυχώρι, σήμερα έδρα του ομώνυμου Δήμου, στη διάρκεια της Τουρκοκρατίας αποτελούνταν από μικρούς οικισμούς διάσπαρτους στη γύρω περιοχή. Ο Δημήτριος Τσοποτός, στη μελέτη του «Γη και γεωργοί της Θεσσαλίας κατά την Τουρκοκρατίαν», Βόλος 1912 στηριζόμενος σε διάφορες αξιόπιστες πηγές αναφέρει ότι η περιοχή του Μακρυχωρίου ήταν τσιφλίκι του Αλή πασά. Ο Τσοποτός στηρίχτηκε στον κατάλογο των τσιφλικίων του Αλή και των υιών του που συνέταξε ο διδάσκαλος του γένους Φιλητάς και τον παραθέτει ο Σπύρος Αραβαντινός στο έργο του «Ιστορία Αλή Πασά του Τεπελενλή», Αθήνα 1895.
Η πρώτη αναφορά στο Μακρυχώρι γίνεται από τον Άγγλο περιηγητή Leake το 1806, ο οποίος μας πληροφορεί και για την τούρκικη ονομασία του χωριού Ουτμαντά ή Οτμανλί από άλλους. Το Μακρυχώρι βέβαια ανήκει στα χωριά εκείνα που διατήρησαν τα ελληνικά ή τα σέρβικα ονόματά τους στη διάρκεια της Τουρκοκρατίας. Συγκεκριμένα ο Leake γράφει: « Όταν περνάμε πλάι στο Μικρό Κεσερλί (σημερινή Ελάτεια) το Ουτμαντά, ένα μεγάλο τούρκικο χωριό, ονομαζόμενο από τους Έλληνες Μακρυχώρι, κείται δύο μίλια προς τα αριστερά μας». Στα 1806 λοιπόν το Μακρυχώρι βρισκόταν σε θέση χαμηλότερη από την αντίστοιχη σημερινή.
Ο Ιωάννης Λεονάρδος, Αμπελακιώτης στη καταγωγή, στο έργο του «Νεωτάτη της Θεσσαλίας γεωγραφία», που εκδόθηκε στην Πέστη της Ουγγαρίας το 1836, αναφέρει το χωριό με το όνομα Μακροχώρι ως όμορφο κονιαροχώρι, δηλαδή χωριό κατοικούμενο από τούρκους γεωργούς.

02_005big

Οι πρώτοι έλληνες, εκτός από τις οικογένειες των παραδοσιακών νομάδων Σαρακατσαναίων και Βλάχων από τη Σαμαρίνα που διαχείμαζαν στην περιοχή κατά τα τελευταία χρόνια της Τουρκοκρατίας, άρχισαν να εγκαθίστανται στο Μαρκυχώρι τις παραμονές της προσάρτησης της Θεσσαλίας. Κυρίως άνδρες από τα ορεινά χωριά εγκαθίστανται εργαζόμενοι ως χουσμικιαραίοι στους Τούρκους ή είναι τεχνίτες (σαμαράδες, ραφτάδες, κτίστες). Με την προσάρτηση της Θεσσαλίας στην Ελλάδα το 1881 οι Τούρκοι μικροϊδιοκτήτες γης πωλούν τα κτήματά τους και τα αγοράζουν έλληνες που εγκαθίστανται σταδιακά στο χωριό. Όμως το Μακρυχώρι εξακολουθεί να είναι στην πλειοψηφία του τουρκικό χωριό και μετά το 1881. Όπως μας πληροφορεί το 1895 ο Αμβρόσιος Κασσάρας, επίσκοπος Πλαταμώνος στην εκκλησιαστική περιφέρεια του οποίου ανήκε το Μακρυχώρι «τα δύο τρίτα των κατοίκων του Μακρυχωρίου είναι εισέτι Οθωμανοί, ανερχόμενοι εις 130 οικογενείας ενώ οι Χριστιανοί κάτοικοι περί τας 55 οικογενείας». Ο ίδιος μάλιστα αναφερόμενος στην ονομασία του χωριού λέει συγκεκριμένα: «Μακρυχώρι, όπερ πράγματι κατέχει μακρύν χώρον εκτάσεως, και ίσως εκ τούτου ωνομάσθη ούτως. Ίνα διέλθη τις το χωρίον τούτο από της μιας αυτού άκρας άχρι της άλλης απαιτείται ημίωρος τουλάχιστον έφιππος οδοιπορία».
Η οριστική εγκατάλειψη του Μακρυχωρίου από τους Τούρκους συντελείται μετά τον πόλεμο του 1897, όταν φεύγουν προς περιοχές πιο βόρεια υπό τουρκική κατοχή. Τότε λοιπόν το Μακρυχώρι αλλάζει εντελώς πληθυσμιακά και οικογένειες ποικίλης προέλευσης Σαρακατσαναίοι και Βλάχοι από τη Σαμαρίνα και Περιβόλι, Ζαγορίτες, Καλαρρυτηνοί, Κουπατσαραίοι, Καραγκούνηδες Χασιώτες, ορισμένοι Πελοποννήσιοι καθώς και από τα γύρω ορεινά χωριά αγοράζουν γη και εγκαθίστανται στο Μακρυχώρι.
Το Μακρυχώρι από το 1881 μέχρι και το 1914 ανήκε στον τέως δήμο Νέσσωνος. Μετά τη διοικητική μεταβολή του 1912 αποτέλεσε κοινότητα ξεχωριστή ενώ σήμερα, όπως προαναφέρθηκε έδρα του δήμου Μακρυχωρίου.
Πληθυσμιακά εξελίσσεται το χωριό. Σύμφωνα με τις απογραφές

ETOΣ188118891896190719281951
ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ466651775102810451488

Το σχολείο

Μετά την απελευθέρωση της Θεσσαλίας το 1881 το ελληνικό κράτος ανέλαβε τη θεσμική κατοχύρωση των σχολείων που λειτουργούσαν προηγουμένως. Στο ελεύθερο ελληνικό κράτος σύμφωνα με τον ιδρυτικό νόμο περί δημοτικών σχολείων του 1834 (περίοδος αντιβασιλείας) τα δημοτικά σχολεία αμιγή ως προς το φύλο – αρρένων και θηλέων- συσταίνονταν και λειτουργούσαν υπό την εποπτεία των δήμων και κοινοτήτων. Ο δήμος αναλάμβανε την σύσταση του δημοτικού σχολείου, εύρισκε το οίκημα στέγασης, εξόπλιζε το σχολείο με την κατάλληλη υποδομή, εύρισκε και πλήρωνε τους δασκάλους.

02_006big


Με βάση λοιπόν το ισχύον πλαίσιο ο τέως δήμος Νέσσωνος στην περιφέρεια του οποίου ανήκε το Μακρυχώρι προχώρησε στη σύσταση δημοτικού σχολείου. Δεν γνωρίζουμε ακριβώς το χρόνο σύστασης του σχολείου. Πάντως με βάση τον προϋπολογισμό του Δήμου Νέσσωνος για το 1884 που βρήκαμε στο αρχείο του Δήμου τη χρονιά αυτή λειτουργούν αρκετά σχολεία τα οποία όμως δεν καταγράφονται. Η πρώτη αναφορά στη λειτουργία δημοτικού σχολείου αρρένων στο Μακρυχώρι με βάση τα επίσημα στοιχεία του τέως δήμου Νέσσωνος γίνεται το 1894.
Τα στοιχεία που έχουμε στη διάθεσή μας για τα πρώτα χρόνια μετά την απελευθέρωση είναι λιγοστά. Στο Μακρυχώρι λειτουργεί αρχικά δημοτικό σχολείο αρρένων και παράλληλα λειτουργεί και οθωμανικό σχολείο, αφού μέχρι και την περίοδο του πολέμου του 1897 εξακολουθούσαν να κατοικούν στην περιοχή αρκετοί τούρκοι. Έχουμε μάλιστα και το όνομα του τελευταίου Οθωμανού δασκάλου Μουσταφά Χατζή Ομέρ που δίδαξε στο σχολείο αυτό ως γραμματοδιδάσκαλος κατά την περίοδο της τουρκικής κατοχής του 1897.
Το δημοτικό σχολείο αρρένων στεγάσθηκε αρχικά σε ιδιόκτητο οίκημα όπως συνέβαινε με όλα τα δημόσια σχολεία κατά τον 19ο αιώνα και μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα. Ζήτημα ανέγερσης διδακτηρίου τίθεται πάντα με τα διαθέσιμα στοιχεία στη συνεδρίαση του δημοτικού συμβουλίου Νέσσωνος το Δεκέμβριο του 1894 όπου αποφασίζεται η διάθεση ποσού 300 δραχμών για την ανέγερση σχολείου. Η απόφαση αυτή όμως φαίνεται ότι δεν υλοποιήθηκε αφού στη συνεδρίαση της 9 Μαΐου 1899 γίνεται λόγος για αποπληρωμή ενοικίων του δημοτικού σχολείου αρρένων κατά το προηγούμενο έτος. Το δημοτικό σχολείο αρρένων εξακολούθησε να στεγάζεται σε νοικιασμένο οίκημα που βρισκόταν στην πλατεία του χωριού στη θέση του που βρίσκεται σήμερα το ΚΕΠ και μόλις στα τέλη της πρώτης δεκαετίας του εικοστού αιώνα χάρη στη γενναίο κληροδότημα του Ανδρέα Συγγρού αποκτά κτήριο που βρισκόταν στη θέση του τριγωνικού πάρκου της γειτονιάς Μυλωνά και στεγάσθηκε εκεί μέχρι και τις αρχές της δεκαετίας του 1950.

02_007big


Στα 1904 και συγκεκριμένα τον Ιανουάριο οι κάτοικοι του Μακρυχωρίου υποβάλλουν αίτηση προς το δημοτικό συμβούλιο Νέσσωνος για σύσταση και δημοτικού σχολείου θηλέων, καθώς, όπως αναφέρεται στα πρακτικά της συνεδρίασης του δημοτικού συμβουλίου στις 5 Μαρτίου 1904 υπάρχει νόμιμος αριθμός μαθητριών που επιτρέπει τη λειτουργία δημοτικού σχολείου θηλέων. Σύμφωνα με τα ισχύοντα την περίοδο αυτή για να συσταθεί δημοτικό σχολείο θηλέων ξεχωριστό – η συνεκπαίδευση των δύο φύλων δεν επιτρεπόταν – έπρεπε να υπάρχει ικανός αριθμός μαθητριών ανάλογος του πληθυσμού της πόλης ή του χωριού σύστασης του σχολείου και έπρεπε μάλιστα να βρεθεί και δασκάλα που θα αναλάβει τη διδασκαλία. Οι κάτοικοι μάλιστα πρόσφεραν και κτήριο διδασκαλίας και κατοικία της δασκάλας δωρεάν για να μην επιβαρύνουν το δήμο. Το δημοτικό συμβούλιο αποφαίνεται κατά πλειοψηφία θετικά εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις λειτουργίας του σχολείου θηλέων.
Άγνωστο όμως γιατί δημοτικό σχολείο θηλέων συστάθηκε στο Μακρυχώρι το 1911 και πρέπει να λειτούργησε στα μέσα του 1912 ( την ίδια χρονιά λειτούργησε και δημοτικό σχολείο θηλέων στο Ασαρλίκ- Όσσα και μόνο στο Μεγάλο Κεσσερλί – Συκούριο λειτουργούσε από χρόνια σχολείο θηλέων). Με βάση πάλι έγγραφο του δημάρχου Νέσσωνος το Νοέμβριο του 1911 πληροφορούμαστε τις απαραίτητες ενέργειες για την έναρξη λειτουργίας του σχολείου, την εύρεση της δασκάλας και την ανάγκη προμήθειας των αναγκαίων επίπλων και διδακτικών οργάνων και συγκεκριμένα την αγορά μιας θερμάστρας, δύο καρεκλών, ενός τραπεζιού, ενός μελανοπίνακος μετ’ ικρίβαντος, 12 θρανίων τεσσάρων μαθητών.
Το δημοτικό σχολείο θηλέων στεγάσθηκε στο οίκημα το παλιό του σχολείου αρρένων. Λειτούργησε ξεχωριστά μέχρι το 1929 οπότε και βάση τις αλλαγές τα δημοτικά σχολεία έγιναν μεικτά.

Δάσκαλοι – Δασκάλες

02_013big

Ένα από τα πιο ενδιαφέροντα στοιχεία της εκπαιδευτικής διαδικασίας της περιόδου που εξετάσαμε αφορά στο διδακτικό προσωπικό. Τα στοιχεία που διαθέτουμε πάλι δεν είναι πλήρη. Προέρχονται από το αρχείο του τέως δήμου Νέσσωνος, για την περίοδο 1894-1912, από το αρχείο της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης Ν. Λάρισας για την περίοδο 1920-1950 και από προφορικές μαρτυρίες παλιών μαθητών του σχολείου, των παππούδων μας.
Οι δάσκαλοι κατά τον 19ο αιώνα ήταν ποικίλης προέλευσης. Ήταν οι πτυχιούχοι διδασκαλείου (οι μόνοι επαγγελματικά καταρτισμένοι), ήταν οι δάσκαλοι που πήραν την άδεια να ασκήσουν το επάγγελμα κατόπιν εξέτασης σε ειδική επιτροπή και ήταν επίσης οι λεγόμενοι γραμματοδιδάσκαλοι που γνώριζαν τις στοιχειώδεις γνώσεις: γραφή, ανάγνωση και αριθμητική. Ανάλογα με την οικονομική δυνατότητα του δήμου προσλαμβάνονταν και η παραμονή τους στη θέση τους εξαρτιόταν τόσο από τα οικονομικά του δήμου όσο και από την εκτίμηση των κατοίκων. Συχνά είναι το φαινόμενο να παραπονούνται οι κάτοικοι για την ποιότητα του δασκάλου και τις επιδόσεις του, για το χαρακτήρα του και γενικά για την εν γένει συμπεριφορά του. Όσο για τις δασκάλες ήταν δυσεύρετες, καθώς προέρχονταν μόνο από ιδιωτικά σχολεία και πιο συγκεκριμένα από τα Αρσάκεια σχολεία και ήταν μέχρι και την πρώτη δεκαετία του εικοστού αιώνα ελάχιστες.
Ο πρώτος δάσκαλος που μας είναι γνωστός είναι ο τούρκος Μουσταφά Ομέρ Χατζή που δίδαξε στο οθωμανικό σχολείο που λειτουργούσε στο Μακρυχώρι μέχρι και το 1898. Η αναφορά του ονόματός του στο αρχείο του τέως δήμου Νέσσωνος οφείλεται στις οικονομικές διαφορές που είχε με τον δήμο, καθώς διαμαρτύρεται για τη μη καταβολή των μισθών του κατά το διάστημα της τουρκικής κατοχής του χωριού 1897-1898. σε έγγραφό του προς τη Νομαρχία Λάρισας αναφέρει χαρακτηριστικά τα εξής: «Διατελών γραμματοδιδάσκαλος των οθωμανοπαίδων Μακρυχωρίου, δυνάμει επισήμου διορισμού προ της 13ης Απριλίου 1897 εξηκολούθησα να υπηρετώ και ύστερον καθ’ όλον το διάστημα της Τουρκικής κατοχής, δικαιούμενος να πληρωθώ τους μισθούς μου ως επληρώθησαν πάντες οι δημόσιοι και δημοτικοί υπάλληλοι».

02_008big


Από τους δασκάλους που υπηρέτησαν στο δημοτικό σχολείο αρρένων γνωρίζουμε τους Κωνσταντίνο Ξάνθο 1901, Μιχαήλ Μίσιο 1905-1907, Γεώργιος Παπαλέτσιο 1907-1909, Χαράλαμπος Οικονομόπουλο 1920-1923, Ιωάννη Χρυσοχόο 1923-1924, Νικόλαο Βαλαβάτη 1924, Ευάγγελο Ιωαννίδη 1927-1933.
Στο δημοτικό σχολείο θηλέων δίδαξαν οι δασκάλες Ελένη Αγγελίδου 1912-1913, Ευδοκία Δημητρίου 1917-1922, Αγγελική Τουφεξή 1923-1925, Ελένη Τουφεξή 1924-1925, Μαρία Πέρρου 1925-1927.
Με την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση του 1929 τα δημοτικά σχολεία γίνονται μικτά. Στο ενιαίο πια δημοτικό σχολείο Μακρυχωρίου από το 1929 και μέχρι το 1950 που εξετάσαμε δίδαξαν οι Ιωάννης Ανδρακάκος, Σωτήρης Κανακάκης, Ζωή Τσούλκα, Νικόλαος Γκόγκος, Δημήτριος Κωνσταντινίδης και Φανή Σολωμού.
Αναφερόμαστε ενδεικτικά με βάση τα υπάρχοντα στοιχεία στις περιπτώσεις δύο δασκάλων του Μιχαή Μίσιου και της Ελένης Αγγελίδου. Ο πρώτος δίδαξε στο Μακρυχώρι τα έτη 1905-1907. Οι κάτοικοι όμως του Μακρυχωρίου διαμαρτυρόμενοι πολλές φορές τόσο προς το δημοτικό συμβούλιο Νέσσωνος όσο και προς το εποπτικό συμβούλιο δημοτικής εκπαιδεύσεως ζήτησαν και πέτυχαν την απομάκρυνσή του. Οι λόγοι που επικαλέσθηκαν για την απόλυσή του ήταν η ανάρμοστος συμπεριφορά του και οι συχνές απουσίες του από το σχολείο. Σε έγγραφό τους τον Αύγουστο του 1906 γράφουν: «ο του χωρίου μας δημοδιδάσκαλος Μιχαήλ Μίσιος, κατά το παρελθόν σχολικόν έτος επεδείξατο διαγωγήν ασυμβίβαστον προς το επάγγελμά του, ασύγγνωστον δι’ αμέλειαν ως προς την εκτέλεσιν του καθήκοντός του δους αφορμάς και δημιουργήσας σκάνδαλα εν πολλοίς ζητήμασιν». Και ως απόδειξη αυτών αναφέρουν ότι μεθά συχνά και βρίζει τους κατοίκους με απρεπείς φράσεις, ότι επιτέθηκε πιάνοντάς τον από το μουστάκι και χτυπώντας τον γιατρό του χωριού Αθανάσιο Ιωαννίδη αποκαλώντας τον τέρας, ότι αμελεί τα καθήκοντά του και δεν παραδίδει τακτικά μαθήματα απουσιάζοντας άλλοτε στη Λάρισα και άλλοτε σε διάφορα μέρη, με αποτέλεσμα οι μαθητές του στις εξετάσεις να είναι όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται «αφωνότεροι ιχθύων», ότι δεν πηγαίνει στην εκκλησία.

02_009big


Η δεύτερη περίπτωση αφορά στην πρώτη δασκάλα του δημοτικού σχολείου θηλέων Μακρυχωρίου την Ελένη Αγγελίδου, η οποία ανέλαβε τη διδασκαλία μετά από μετάθεσή της από το σχολείο του Συκουρίου από το οποίο έφυγε μετά από παράπονα πάλι των κατοίκων. Η δασκάλα σύμφωνα με έγγραφο της προς την Νομαρχία Λάρισας το Σεπτέμβριο του 1913 παραπονείται για την απαίτηση της εκκλησιατικής επιτροπής για καταβολή ενοικίου για την κατοικία που όπως υποστηρίζει της χορηγήθηκε δωρεάν. Συγκεκριμένα αναφέρει: «κατά το παρελθόν έτος εδιωρίσθην εις την εδώ σχολήν των θηλέων ως δημοδιδάσκαλος. Μ’ εχορήγησεν η κοινότης την παλαιάν σχολήν αρρένων δια να εκπαιδεύονται τα κοράσια και εντός της οποίας υπάρχει κενόν δωμάτιον εις ο κατοικώ. Ήδη δε, επαρουσιάσθη η εκκλησιαστική επιτροπή και ιδία ο Δημήτριος Παρλάντζας, ος δι’ απειλών και απρεπών φράσεων με ηπείλησεν ότι θα με καταγγείλη, εάν δεν πληρώσω ενοίκιον δια το δωμάτιον, ενώ ουδείς εκ των προκατόχων δημοδιδασκάλων επλήρωσε.
Δια δε των φράσεών του εκκίνησε την περιέργειαν όλης της κοινότητος. Εγώ εις απάντησιν των απειλών του είπον ότι θα επικαλεσθώ την βοήθειαν του κ. Νομάρχου και μοι απάντησεν, ότι δεν γνωρίζει κανέναν Νομάρχην».
Μη έχοντας βέβαια όλα τα στοιχεία δεν μπορούμε να γνωρίζουμε την αλήθεια ή μη και των δύο περιπτώσεων. Είναι ενδεικτικά όμως του κλίματος που επικρατούσε και των αναμείξεων πολλών παραγόντων και ιδιωτών στα εκπαιδευτικά πράγματα.

Μαθήματα – εξετάσεις

Τα πρώτα χρόνια μετά την απελευθέρωση της Θεσσαλίας στα περισσότερα δημοτικά σχολεία εξακολούθησε να ισχύει η αλληλοδιδακτική μέθοδος διδασκαλίας, παρά το γεγονός ότι επίσημα η μέθοδος αυτή καταργήθηκε το 1880. Και αυτό, γιατί οι περισσότεροι δάσκαλοι αυτή τη μέθοδο γνώριζαν και αυτή εξακολούθησαν να χρησιμοποιούν. Σταδιακά η αλληλοδιδακτική αντικαθίσταται με τη συνδιδακτική. Σύμφωνα με το ωρολόγιο και αναλυτικό πρόγραμμα των δημοτικών σχολείων που εκδόθηκε το 1894, εξήντα ακριβώς χρόνια μετά την ίδρυση των δημοτικών σχολείων τα μαθήματα που διδάσκονταν ήταν τα εξής: θρησκευτικά, ελληνικά, αριθμητική, γεωμετρία, ιστορία, γεωγραφία, φυσική, φυσική ιστορία, ωδική, ιχνογραφία, καλλιγραφία και γυμναστική.
Βέβαια η κανονική εφαρμογή του προγράμματος την περίοδο αυτή εξαρτιόταν από πολλούς παράγοντες: κανονική λειτουργία του σχολείου, παρουσία δασκάλου, δυνατότητές του και αναλογία μαθητικού και διδακτικού προσωπικού.

02_010big


Το σχολείο λειτουργούσε πρωί και απόγευμα και οι μαθητές όλων των τάξεων σε μια αίθουσα στοιβαγμένοι, παρακολουθούσαν την παράδοση του ενός και μοναδικού δασκάλου, άλλοτε επαρκούς και άλλοτε ανεπαρκούς. Και αυτό οφειλόταν στο γεγονός ότι το Δημοτικό σχολείο Μακρυχωρίου ήταν τα περισσότερα χρόνια μονοτάξιο, δηλαδή μονοθέσιο. Το σχολείο αρχικά ήταν κοινό, δηλαδή λειτουργούσε με τέσσερις τάξεις ενώ μετά το 1929, όπως καθιερώνεται παντού, το δημοτικό σχολείο είναι πια μεικτό και εξατάξιο.
Στο τέλος του έτους οι μαθητές εξετάζονταν προφορικά ενώπιον εξεταστικής επιτροπής και κοινού και όφειλαν να απαντήσουν στις υποβαλλόμενες ερωτήσεις για να προαχθούν ή να απολυθούν. Ο ορισμός της ημέρας των εξετάσεων καθώς και των μελών της εξεταστικής επιτροπής γινόταν από τον επιθεωρητή των δημοτικών σχολείων και το εποπτικό συμβούλιο. Από το αρχείο και πάλι του τέως δήμου Νέσσωνος πληροφορούμαστε ότι την εξεταστική επιτροπή του δημοτικού σχολείου Μακρυχωρίου για το σχολικό έτος 1900-1901 αποτελούσαν οι Γεώργιος Τσίρος, Κωνσταντίνος Τσιτούρας και ο ιερέας του χωριού.

Μαθητικό Δυναμικό

Για τους μαθητές του δημοτικού σχολείου Μακρυχωρίου των πρώτων χρόνων δεν διαθέτουμε στοιχεία, αφού δεν εντοπίσαμε μαθητολόγια της εποχής αυτής. Η μόνη πληροφορία που έχουμε αφορά στο σχολικό έτος 1908-1909 από έγγραφο του δασκάλου Γεωργίου Παπαλέτσου προς το δήμο Νέσσωνος με το οποίο ανακοινώνει τα αποτελέσματα των ετήσιων εξετάσεων του δημοτικού σχολείου αρρένων. Σύμφωνα με αυτό στο σχολείο αρρένων φοίτησαν συνολικά και στις τέσσερις τάξεις 87 μαθητές, από τους οποίους προσήλθαν στις εξετάσεις 64, και προάχθηκαν οι 53. Το μεγαλύτερο μέρος των εγγραφέντων μαθητών ήταν της Α΄ τάξης 40 στον αριθμό έναντι 24 της δευτέρας, 11 της τρίτης και 12 της τετάρτης, γεγονός που παρατηρείται και στα επόμενα χρόνια και που αποδεικνύει τη μη κανονική φοίτηση των παιδιών σε όλες τις τάξεις του σχολείου και τη μη ολοκλήρωση των σπουδών τους στο δημοτικό σχολείο.
Περισσότερα στοιχεία έχουμε για τα επόμενα χρόνια. Στο αρχείο του δημοτικού σχολείου υπάρχουν τα μαθητολόγια των ετών 1919-1928, που αφορούν όμως μόνο στο δημοτικό σχολείο αρρένων και τα μαθητολόγια από το έτος 1936 και μετά του μεικτού πια δημοτικού σχολείου. Κενό παρατηρείται για τα έτη 1929-1935. Έχουμε επίσης και το γενικό έλεγχο του δημοτικού σχολείου αλλά μόνο για τα χρόνια από το 1942 και μετά. Οι ελλείψεις αυτές, φαινόμενο πολύ συχνό για τα σχολεία μας, μας δυσκόλεψαν στην έρευνά μας και δεν μας έδωσαν την ευκαιρία να έχουμε πλήρη εικόνα του μαθητικού δυναμικού του δημοτικού σχολείου. Ελλείψεις επίσης παρατηρήσαμε και στην καταγραφή με συστηματικό τρόπο των στοιχείων των μαθητών, δηλαδή τόπο γέννησης και καταγωγής, ηλικία, επάγγελμα πατρός, τάξη φοίτησης και άλλα στοιχεία.
Έχοντας λοιπόν ως δεδομένο την έλλειψη όλων των πηγών προσπαθήσαμε να εργασθούμε με όσα στοιχεία είχαμε στη διάθεσή μας. Με βάση λοιπόν αυτά παρατηρούμε τα εξής:
Α΄ περίοδος 1919-1929

Για την περίοδο αυτή τα στοιχεία που διαθέτουμε αφορούν αποκλειστικά το δημοτικό σχολείο των αρρένων. Ο αριθμός των μαθητών που εγγράφονται στο σχολείο κατά σχολικό έτος ποικίλλει. Κυμαίνεται από 75 έως 95 μαθητές κατά έτος και για τις τέσσερις τάξεις, με εξαίρεση τη χρονιά 1923-24 που ο αριθμός του μειώνεται στους 62.
Μη έχοντας στη διάθεσή μας τα αποτελέσματα κάθε έτους δεν γνωρίζουμε τον αριθμό των μαθητών που προβιβάζονται στην επόμενη τάξη ή απολύονται ή πόσοι μαθητές εγκαταλείπουν το σχολείο και γιατί. Γεγονός όμως που επισημάνθηκε και παραπάνω είναι το ότι ο αριθμός των μαθητών που φοιτούν στην Α΄ τάξη είναι υπερβολικά μεγαλύτερος από τους αντίστοιχους των άλλων τάξεων. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι το σχολικό έτος 1920-21 στο δημοτικό σχολείο αρρένων Μακρυχωρίου φοιτούσαν 94 μαθητές από τους οποίους οι 65 είναι μαθητές της πρώτης τάξης, ενώ στη δευτέρα φοιτούν μόλις 14, στην τρίτη 8 και στην τετάρτη 7.
Χαρακτηριστικό επίσης της εποχής αυτής είναι η ποικιλομορφία που παρουσιάζεται στην ηλικία των μαθητών. Συναντάμε μαθητές όλων των τάξεων με διαφορετική ηλικία, αν και γνωρίζουμε ότι με βάση τους νόμους της εποχής οι μαθητές εγγράφονταν στο δημοτικό σχολείο στην ηλικία των επτά ετών. Όμως στην πραγματικότητα αυτό δεν ίσχυσε και η ηλικία των μαθητών ποικίλλει από τα επτά χρόνια μέχρι και τα 15 χρόνια, γεγονός που οφείλεται στη μη κανονική λειτουργία του σχολείου, ιδιαίτερα κατά τις εμπόλεμες περιόδους αλλά και στις κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες της εποχής.
Ως προς τον τόπο καταγωγής παρατηρούμε ότι τα χρόνια 1919-1929 το σύνολο σχεδόν των μαθητών προέρχονται από το Μακρυχώρι ενώ οι ελάχιστοι έχουν προέλευση διαφορετική, όπως από τη Σαμαρίνα, Κούμποβο, Μπιτόλια , Σπηλιά, Θράκη και Αθήνα. Είναι όλοι χριστιανοί ορθόδοξοι. Οι γονείς των περισσοτέρων μαθητών είναι γεωργοί, κτηνοτρόφοι και κυρίως ποιμένες, κτίστες, ενώ ελαχίστων μαθητών οι γονείς ασκούσαν το επάγγελμα του παντοπώλη, καφεπώλη, κρεοπώλη ή του σιδηρουργού, αγωγιάτη, ράπτη, υποδηματοποιού, εργάτη. Εμφανίζονται ακόμη μια- δυο φορές το επάγγελμα του αγροφύλακα, του γιατρού και του βιομήχανου. Εντύπωση μας προκάλεσε η αναγραφή της λέξης ορφανός στη στήλη του επαγγέλματος του πατρός ή της λέξης πρόσφυξ. Το ποσοστό των ορφανών μαθητών αρκετά μεγάλο, γεγονός όμως που εξηγείται λόγω και του χαμηλού μέσου όρου ζωής των ανθρώπων την εποχή αυτή αλλά και λόγω των πολέμων.
Β΄ Περίοδος 1936-1950

Για την περίοδο αυτή τα στοιχεία που είχαμε στη διάθεσή μας ήταν περισσότερα, καθώς έχουμε πλήρη στοιχεία των μαθητών τόσο από τα σωζόμενα μαθητολόγια και γενικούς ελέγχους όσο και από προφορικές μαρτυρίες.
Το δημοτικό σχολείο Μακρυχωρίου είναι πια μεικτό και εξατάξιο. Ο αριθμός πια των μαθητών διπλασιάζεται καθώς ενσωματώνονται και τα κορίτσια.
Πρέπει όμως να τονίσουμε ότι κατά την περίοδο αυτή λόγω της κατοχής και του εμφυλίου πολέμου παρουσιάζεται δυσλειτουργία του σχολείου όπως συνέβη σε όλη τη χώρα. Το σχολείο δε λειτούργησε κατά τα σχολικά έτη 1940-41 και 1942-43 λόγω της κατοχής ενώ άλλαξε και η διάρκεια του σχολικού έτους όπως το σχολικό έτος 1941-42 τελείωσε το Δεκέμβριο του 42 ή το σχολικό έτος 1943-44 ολοκληρώθηκε το Νοέμβριο του 1944 ή το σχολικό έτος 1944-45 λήγει επίσης το Δεκέμβριο του 45. Το σχολείο επίσης δε λειτούργησε κατά το σχολικό έτος 1946-47 στη διάρκεια του εμφυλίου. Χωρίς να είμαστε βέβαιοι ίσως αυτό οφείλεται και στην απόλυση του δασκάλου για πολιτικούς λόγους.
Λόγω λοιπόν της μη κανονικής λειτουργίας του σχολείου ο αριθμός των μαθητών – αγοριών και κοριτσιών- παρουσιάζει μεγάλες διακυμάνσεις καθώς εγγράφονται δύο και τρεις φορές οι μαθητές για να ολοκληρώσουν. Έτσι κατά τα χρόνια αυτά το μαθητικό δυναμικό κυμαίνεται από 150 έως 200 περίπου με εξαίρεση τα σχολικά έτη 1947-48 και 1948-49 που ο αριθμός τους ξεπερνά τους 300 λόγω της φοίτησης στο δημοτικό σχολείο Μακρυχωρίου και των μαθητών των σχολείων Ελάτειας, Παραποτάμου και Ευαγγελισμού.
Και τα χρόνια αυτά παρατηρείται το ίδιο φαινόμενο της μη παρακολούθησης όλων των τάξεων και κατά συνέπεια της μη ολοκλήρωσης των σπουδών. Μόνο το 30% περίπου φτάνει στην έκτη τάξη ενώ οι υπόλοιποι διακόπτουν τη φοίτηση. Είναι χαρακτηριστικές οι διαφορές του αριθμού των μαθητών που φοιτούν στην Α΄ τάξη με τους αντίστοιχους της Στ΄ τάξης.
Ως προς τον τόπο καταγωγής η πλειοψηφία των μαθητών κατάγεται από το Μακρυχώρι με εξαίρεση τα δύο σχολικά έτη που αναφέραμε όπου έχουμε αρκετούς μαθητές από Ελάτεια, Ευαγγελισμό και Παραπόταμο. Συναντάμε βέβαια και ελάχιστους μαθητές με τόπο καταγωγής τη Σαμαρίνα, Αμπελάκια, Κυψελοχώρι, Κουλούρι, Λάρισα ή Αθήνα.
Το ίδιο ισχύει και ως προς την κοινωνική τους προέλευση. Οι κύριες ασχολίες των γονέων τους εξακολουθούν να είναι η γεωργία και η κτηνοτροφία και εκτός των επαγγελμάτων που αναφέραμε και στην προηγούμενη περίοδο παρουσιάζονται ακόμη το επάγγελμα του μυλωθρού, μηχανικού, σωφέρ κλητήρα.
Τέλος για τα σχολικά έτη μετά το 1940 έχουμε τη δυνατότητα μέσα από το βιβλίο του γενικού ελέγχου να παρατηρήσουμε και τη βαθμολογία των μαθητών καθώς και τη διαγωγή τους. Ως προς τη βαθμολογία από την περίοδο αυτή και μετά ισχύει η βαθμολογική κλίμακα 1-4 κακώς και οι μαθητές απορρίπτονται, 5 σχεδόν καλώς, 6-7 καλώς, 8-9 λίαν καλώς και 10 άριστα. Ως προς την διαγωγή χρησιμοποιούνται οι χαρακτηρισμοί μέτρια, κοσμιωτάτη ή αρίστη.
Αναφερόμαστε ενδεικτικά στο σχολικό έτος 1949-1950
Στο σχολείο γράφτηκαν συνολικά 207 μαθητές (118 αγόρια και 89 κορίτσια)
16 μαθητές διέκοψαν τη φοίτηση
εξετάσθηκαν 191 μαθητές και προάχθηκαν 174
από το σύνολο των 174 προαχθέντων μαθητών και των έξι τάξεων
34 μαθητές βαθμολογήθηκαν με βαθμό σχεδόν καλώς 5
61 μαθητές βαθμολογήθηκαν με βαθμό καλώς 6-7
45 μαθητές βαθμολογήθηκαν με βαθμό λίαν καλώς 8-9
34 μαθητές με βαθμό άριστα 10

ΤΑ ΣΧΟΛΕΙΑ ΤΟΥ ΜΑΚΡΥΧΩΡΙΟΥ ΛΑΡΙΣΑΣ ΑΠΟ ΤΟ 1880 ΜΕΧΡΙ ΣΗΜΕΡΑ

ΘΩΜΑΣ ΑΣΤ. ΤΣΕΤΣΙΛΑΣ

Ιστορικό σημείωμα

ΤΑ ΣΧΟΛΕΙΑ ΤΟΥ ΜΑΚΡΥΧΩΡΙΟΥ

ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΣΧΟΛΕΙΟ
Νηπιαγωγείο, Γυμνάσιο, Παιδικός Σταθμός

ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ

Μία από τις βασικές ανάγκες που έπρεπε να ικανοποιήσουν οι Έλληνες κάτοικοι του Μακρυχωρίου, αμέσως μετά την ένταξή του στο ελληνικό κράτος και στο Δήμο Νέσσωνος, ήταν η λειτουργία σχολείου και η μόρφωση των παιδιών τους. Είναι βέβαια ευκολονόητο ότι όλοι σχεδόν οι κάτοικοι του χωριού, και εκείνοι που προέρχονταν από άλλους οικισμούς της τουρκοκρατούμενης μέχρι το 1881 Θεσσαλίας, αλλά και οι περισσότεροι κάτοικοι που κατάγονταν από οικισμούς της ελεύθερης Ελλάδας, ήταν αγράμματοι, δε γνώριζαν γραφή και ανάγνωση. Χαρακτηριστική είναι η 16/19.3.1884 απόφαση του Δ. Σ. του Δήμου Νέσσωνος, με την οποία εγκρίνεται πίστωση «δι’ αμοιβήν κήρυκος» για εκφώνηση των ανακοινώσεων στις κοινότητες του Δήμου (20,50 λεπτά για κάθε φορά), «επειδή ούτοι αγνοούσιν την ελληνικήν γραμματικήν και διάλεκτον», και οι Τούρκοι, όπως ήταν φυσικό, που ήταν και οι περισσότεροι, αλλά και οι Έλληνες, «καθ’ όσον οι περισσότεροι ήσαν αγράμματοι». Βασική φροντίδα λοιπόν η λειτουργία σχολείου, ώστε να αποκτούν οι νέοι τις στοιχειώδεις γραμματικές γνώσεις.

Η ΔΟΜΗ ΤΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ

Την εποχή αυτή η δομή της Εκπαίδευσης, όπως κατά βάση είχε θεσμοθετηθεί από την έναρξη της λειτουργίας του ελληνικού κράτους (το 1834 η Στοιχειώδης, το 1836 η Μέση και το 1837 η Πανεπιστημιακή), σε γενικές γραμμές ήταν η εξής: Δημοτικό σχολείο → Σχολαρχείο ή Ελληνικό σχολείο → Γυμνάσιο → Διδασκαλείο και Πανεπιστήμιο. Η φοίτηση στο Δημοτικό ήταν τετραετής, στο Σχολαρχείο τριετής, στο Γυμνάσιο τετραετής, στο Διδασκαλείο τριετής και στο Πανεπιστήμιο τετραετής. Από το Διδασκαλείο αποφοιτούσαν οι δάσκαλοι, που δίδασκαν στα Δημοτικά σχολεία. Στα Δημοτικά δίδασκαν και δάσκαλοι που δεν ήταν απόφοιτοι Διδασκαλείου, αλλά ήταν απόφοιτοι Σχολαρχείου και είχαν πάρει τίτλο διδακτικής επάρκειας από ειδική Επιτροπή κατόπιν εξετάσεων. Αυτοί λέγονταν Γραμματοδιδάσκαλοι. Ήταν βέβαια λιγότερο καταρτισμένοι και δίδασκαν κυρίως στα Γραμματοδιδασκαλεία, που ήταν Δημοτικά σχολεία κατώτερα και λειτουργούσαν σε μικρότερους οικισμούς με λιγότερους μαθητές και παρείχαν βασικές μόνο γνώσεις, δηλαδή γραφή, ανάγνωση και αριθμητική.
Τα Δημοτικά σχολεία λειτουργούσαν ως αμιγή, δηλαδή σχολεία αρρένων και σχολεία θηλέων. Μεικτά Δημοτικά σχολεία λειτούργησαν από το 1929 και μετά. Το

πρώτο σχολείο που ιδρυόταν σε έναν οικισμό ήταν σχολείο αρρένων. Από το 1929 η φοίτηση στο Δημοτικό και στο Γυμνάσιο έγινε εξαετής.
Τα σχολεία ιδρύονταν από την Πολιτεία μετά από αίτημα-πρόταση του Δήμου, εφόσον υπήρχε στους οικισμούς ικανοποιητικός αριθμός μαθητών. Ο Δήμος αναλάμβανε τη λειτουργία του σχολείου. Έπρεπε να εξασφαλίσει τη σχολική στέγη, με ιδιόκτητο ή μισθωμένο οίκημα, να εξασφαλίσει τα βασικά όργανα λειτουργίας του (θρανία, πίνακες κ.λ.π.), να βρει και να πληρώνει τους δασκάλους, οι οποίοι προσλαμβάνονταν με απόφαση-πρόταση του Δήμου, που εγκρινόταν από τις αρμόδιες εκπαιδευτικές Υπηρεσίες του Κράτους.

ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΜΑΚΡΥΧΩΡΙΟΥ

Η ίδρυση, το διδακτικό προσωπικό
Στα πλαίσια αυτά ο Δήμος Νέσσωνος, στον οποίο ανήκε το Μακρυχώρι, φρόντισε, από τα πρώτα χρόνια της λειτουργίας του, να ιδρυθούν και να λειτουργήσουν ελληνικά σχολεία στους οικισμούς του. Τα πρώτα σχολεία ιδρύθηκαν, όπως ήταν φυσικό, στο Μεγάλο Κεσερλί (Συκούριο), στην έδρα του Δήμου. Εκεί βέβαια υπήρχαν περισσότεροι Έλληνες κάτοικοι. Το 1886 –ίσως και παλαιότερα- λειτουργεί στο Μεγάλο Κεσερλί Δημοτικό σχολείο αρρένων, όπως προκύπτει από την 71/8.1.1888 απόφαση του Δήμου Νέσσωνος, με την οποία ψηφίζει πίστωση 180 δρχ. «προς πληρωμήν των καθυστερουμένων ενοικίων τω ιδιοκτήτη του σχολείου των αρρένων του 1886 έτους». Επίσης από την 65/11.10.1887 απόφαση του Δήμου προκύπτει ότι από το σχολικό έτος 1887-1888 λειτούργησε εκεί και Δημοτικό σχολείο θηλέων.
Πρώτη αναφορά για ίδρυση σχολείου στο Μακρυχώρι γίνεται στο αρχείο του Δήμου Νέσσωνος το έτος 1889. Με την 116/4.11.1889 απόφασή του το Δ. Σ. «εύχεται και παρακαλεί την Κυβέρνησιν όπως ευαρεστουμένη μεριμνήση και συσταθώσι δημοτικά σχολεία μεν εις τα χωρία Μακρυχώρι, Μικρό Κεσερλί, Τόιβαση και Ασαρλίκ, ένθα ο πληθυσμός ουκ ολίγος είνε και παίδες ουκ ολίγιστοι υπάρχουσιν, εις δε τα χωρία Πουρνάρ, Μπαξιλάρ, Χατζόμπαση και Μπαλτζή γραμματοδιδασκαλεία». Η ευχή αυτή δεν είχε βέβαια ως αποτέλεσμα την άμεση ίδρυση σχολείου στο Μακρυχώρι. Άλλωστε μάλλον υπήρχαν «παίδες ολίγιστοι», καθώς στην απογραφή του 1889, σύμφωνα με έγγραφο του Επισκόπου Πλαταμώνος Αμβρόσιου, το Μακρυχώρι είχε 651 κατοίκους, «οικογενείας 105, τας πάσας οθωμανικάς». Πάντως το σχολικό έτος 1892-1893 φαίνεται ότι λειτουργεί στο Μακρυχώρι Γραμματοδιδασκαλείο, καθώς το Δημοτικό Συμβούλιο με τη 207/31.12.1892 απόφασή του «διορίζει ως μέλη της Εφορευτικής Επιτροπής του Γραμματοσχολείου Μακρυχωρίου τους Μιχ. Σουμπενιώτην, Νικόλ. Μποσνέα και Κωνστ. Τσιτούρα».
Δημοτικό σχολείο αρρένων στο Μακρυχώρι φαίνεται ότι λειτουργεί από το έτος 1894 σε ενοικιαζόμενο οίκημα. Στις 9.12.1894 το Δ. Σ. ψηφίζει πίστωση 300 δρχ. «δι’ ανέργεσιν του δημοτικού Σχολείου αρρένων Μακρυχωρίου». Η ανέγερση αυτή μάλλον δεν έγινε τότε, καθώς στις 9.5.1899 το Δ. Σ. απορρίπτει αίτηση για

πληρωμή ενοικίου του διδακτηρίου Μακρυχωρίου από 1.1.1898 μέχρι 31.5.1898, «διότι δεν ελειτούργει ένεκεν της τουρκικής κατοχής». Πάντως από το αρχείο του Δ. Νέσσωνος προκύπτει ότι ο πρώτος διορισμός «δημοδιδασκάλου» στο σχολείο Μακρυχωρίου γίνεται το Μάιο του 1896, όταν διορίζεται δάσκαλος ο Σπυρίδων Παπαγεωργίου. Ακολουθούν ο διορισμός του Δημ. Ντούμα (27.7.1896) και του Χαράλαμπου Λάμπρου (4.9.1896). Ασφαλώς ο ένας απ’ αυτούς, μάλλον ο τελευταίος, δίδαξε στο σχολείο το 1896-97. Ο επόμενος δάσκαλος που διορίζεται είναι ο Ευθύμιος Παπαδημητρίου (30.1.1900). Από το συνδυασμό των πληροφοριών που μας δίνει το αρχείο του Δήμου Νέσσωνος προκύπτει πάντως ότι, όποια λειτουργία σχολείου και αν υπήρξε στο Μακρυχώρι από το 1892 έως και το 1898 (Γραμματοσχολείου ή Δημοτικού), αυτή δεν ήταν συνεχόμενη και κανονική, αλλά εκ περιτροπής και χρονικά αποσπασματική, ανάλογα με τις περιστάσεις (έλλειψη δασκάλων, πόλεμος κ.ά.). Κανονική λειτουργία σχολείου μπορούμε να λέμε ότι υπήρξε μετά το 1898 και κυρίως από το 1900. Άλλωστε για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, από το 1.3.1897 μέχρι 31.5.1898, το σχολείο δε λειτούργησε καθόλου λόγω του πολέμου του ’97 και της τουρκικής κατοχής.
Σημειώνω εξάλλου εδώ ότι από το 1881 μέχρι το τέλος του πολέμου του ’97 παράλληλα με τα ελληνικά σχολεία λειτουργούσαν για τους οθωμανόπαιδες και οθωμανικά σχολεία, Γραμματοδιδασκαλεία, στο Μεγάλο Κεσερλί, στο Μικρό Κεσερλί (Ελάτεια) και στο Μακρυχώρι. Ο τελευταίος Τούρκος δάσκαλος στο Μακρυχώρι ήταν ο Μουσταφά ή Μούστος Χατζή Ομέρ, του οποίου μάλιστα τους μισθούς για το διάστημα της τουρκικής κατοχής ο Δήμος αρνήθηκε να πληρώσει, με το επιχείρημα ότι «επληρώθη εκ του ταμείου Μακρυχωρίου, ού την διαχείρισιν έλαβον αυθαιρέτως οι ομόφυλοί του και κατηνάλωσαν τα κοινοτικά έσοδα εις θεραπείαν αναγκών της οθωμανικής μόνον κοινότητος αποκλείσαντες την ελληνικήν…» (27.4.1901).
Άλλοι δάσκαλοι που υπηρέτησαν στο Δημοτικό σχολείο αρρένων Μακρυχωρίου μέχρι το 1914, που το Μακρυχώρι άρχισε να λειτουργεί ως αυτόνομη Κοινότητα, ήταν οι: Αναστάσιος Χαραλάμπους, Κων/νος Ξάνθος, Αντώνιος Βεργής, Χαρ. Παναγιωτακόπουλος, Μιχ. Μίσιος, Περικλής Αποστολίδης, Γεώργιος Παπαλέτσος (διορίστηκε στις 22.8.1903). Τον Παπαλέτσο αντικαθιστά στις 22.7.1911 ο Αχιλλέας Παπαηλίας. Ωστόσο ο Παπαλέτσος υπηρετεί στο σχολείο και μετά το 1915. Αναφέρουμε εδώ επίσης ότι το 1904 (30.5.1904) ο Δήμος ορίζει Εφορευτική Επιτροπή του σχολείου τους Αθαν. Σιμόπουλο, Μιχ. Σουμπενιώτη, Πέτρο Τσέτσιλα και Γεώργιο Τσίρο.
Πρώτη αναφορά για ίδρυση Δημοτικού σχολείου θηλέων στο Μακρυχώρι βρίσκουμε στο αρχείο του Δήμου Νέσσωνος το 1904. Στην 549/5.3.1904 απόφαση του Δ. Σ. διαβάζουμε: «Ο Δήμαρχος εισήγαγεν εις το Συμβούλιον την από 3 Ιανουαρίου ε. ε. αίτησιν των κατοίκων Μακρυχωρίου ζητούντων την σύστασιν δημοτικού σχολείου θηλέων εν τω χωρίω των ως υπάρχοντος του νομίμου αριθμού των μαθητριών προσφερόντων δε και κτίριον διδακτηρίου και κατοικίαν διδασκαλίσσης δωρεάν». Το Δ. Σ. δέχτηκε την αίτηση –με πλειοψηφία 5 έναντι 4-, αλλά το σχολείο δεν ιδρύθηκε.

Αρκετά χρόνια αργότερα το Δ. Σ. του Δήμου επανέρχεται και με απόφασή του στις 22.7.1911 «εκφράζει ευχήν περί ιδρύσεως δημοτικών σχολείων θηλέων εν Ασαρλίκ και Μακρυχωρίω…, καθόσον αι μαθήτριαι υπερβαίνουσι κατά πολύ τας 50 εις εκάτερον των χωρίων τούτων». Και στις 29.11.1911 το Δ. Σ. «προτείνει διοριστέας διδασκαλίσσας εις τα ιδρυθέντα πλήρη Δημ. Σχολεία θηλέων εν Ασαρλίκ την Χαρίκλειαν Ελασσώνα και εν Μακρυχωρίω την Ξανθίππην Βλησσαρίδου». Το 1911 λοιπόν ιδρύεται Δημοτικό σχολείο και για τα κορίτσια στο Μακρυχώρι με πρώτη διορισθείσα δασκάλα την Ξανθίππη Βλησσαρίδου. Η επόμενη δασκάλα ήταν η Ελένη Αγγελίδου, που υπηρέτησε στο σχολείο από το σχολικό έτος 1912-13.
Άλλοι δάσκαλοι που υπηρέτησαν στα σχολεία του Μακρυχωρίου μετά από αυτούς που προαναφέρθηκαν ήταν: στο σχολείο αρρένων, και για το διάστημα μέχρι το 1930 περίπου, οι Χαράλ. Οικονομόπουλος, Ιωάννης Χρυσοχόος, Νικόλαος Βαλαβάτης και Ευάγγελος Ιωαννίδης, στο σχολείο θηλέων, και για το διάστημα μέχρι το 1929 περίπου οι Ευδοκία Δημητρίου, Αγγελική Τουφεξή, Ελένη Τουφεξή και Μαρία Πέρρου. Από το 1929 μέχρι το 1950 περίπου, στο μεικτό πλέον δημοτικό σχολείο, υπηρέτησαν οι Ευάγγελος Ιωαννίδης, Ζωή Τσούλκα, Ιωάννης Ανδρακάκος, Σωτήριος Κανακάκης, Δήμητρα Θωμοπούλου, Λάμπρος Καφφές, Νικόλαος Γαλλής, Ανδρέας Γεροστάθης, Φανή Σολωμού, Ξενοφών Μπακούρας, Ειρήνη Κράχτη, Νικόλαος Γκόγκος, Αριστείδης Καραγεωργόπουλος, Δημήτριος Κωνσταντινίδης. Αξίζει να σημειωθεί εδώ ότι η Ζωή Τσούλκα υπηρέτησε στο Μακρυχώρι περισσότερα από δεκαπέντε χρόνια, στην περίοδο από το 1929 έως και το 1950, και ότι για το λόγο αυτό στο Μακρυχώρι «θρυλείται» ακόμη το όνομα «η κυρία Ζωή».
Για το διάστημα 1950 μέχρι και σήμερα αναφέρω μόνο τους Διευθυντές το Δημοτικού σχολείου, οι οποίοι ήταν οι εξής: Δημήτριος Κωνσταντινίδης μέχρι το 1959, Ανδρέας Τσιμπούκας μέχρι το 1960, Αστέριος Τσιούρβας μέχρι το 1966, Γεωργία Σκέρου μέχρι το 1968, Νικόλαος Λούκας μέχρι το 1974, Ανθή Μπλαδένη μέχρι το 1976, Δημήτριος Μότσιας μέχρι το 1977, Αθανάσιος Κοκόσης μέχρι το 1978, Ηλίας Κουσταρίγκας μέχρι το 1982, Γεώργιος Βλαχάκης μέχρι το 1984, Μαρία Κοντογιάννη μέχρι το 1985, Χρήστος Τσιάκανος μέχρι το 1986, Ευσεβία Γιακουμή μέχρι το 1987, Παναγιώτης Βαλιάκας μέχρι το 1999, Ηλίας Τριανταφύλλου μέχρι το 2002, Παντελής Μπότσαρης μέχρι το 2006 και ο Παντελής Καραπάνος, ο τωρινός Διευθυντής.

Συνθήκες λειτουργίας
Ακολουθεί αναφορά στις συνθήκες λειτουργίας των σχολείων του Μακρυχωρίου, συνθήκες που σε γενικές γραμμές υπήρχαν βέβαια σε όλα σχεδόν τα σχολεία της χώρας, κυρίως στα επαρχιακά, από το 19ο αιώνα και που, παρά τις κατά καιρούς μεταρρυθμιστικές προσπάθειες και τις κάποιες θετικές εξελίξεις, υπήρχαν μέχρι και τα μέσα του 20ου αιώνα.
Οι δάσκαλοι. Ο αριθμός των δασκάλων δεν ήταν επαρκής. Και οι πτυχιούχοι του Διδασκαλείου, που τυπικά ήταν οι μόνοι επιστημονικά καταρτισμένοι, και οι γραμματοδιδάσκαλοι δεν ήταν αρκετοί, για να καλύψουν τις σχολικές ανάγκες. Πολλές φορές δεν ιδρύονταν ή δε λειτουργούσαν σχολεία, γιατί δεν υπήρχαν

δάσκαλοι. Οι δε δασκάλες, που προέρχονταν από ανώτερα ιδιωτικά σχολεία, Αρσάκεια, μέχρι και τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα ήταν δυσεύρετες. Γι’ αυτό τα σχολεία μέχρι και το τέλος της δεκαετίας του 1920 λειτουργούσαν μόνο με ένα δάσκαλο και μόνο με μία δασκάλα. Από τη δεκαετία του 1930 τα πράγματα έγιναν καλύτερα, καθώς άρχισαν να λειτουργούν οι Παιδαγωγικές Ακαδημίες (1933), να αποφοιτούν περισσότεροι δάσκαλοι και να υπηρετούν σε κάθε –μεικτό πλέον σχολείο- περισσότεροι του ενός δάσκαλοι.
Οι συνθήκες εργασίας των δασκάλων ήταν πολύ δύσκολες, κακές. Προσλαμβάνονταν από τους Δήμους και η παραμονή στη θέση τους εξαρτιόταν από την οικονομική κατάσταση του Δήμου και σε μερικές περιπτώσεις και από την εκτίμηση και αποδοχή των δημοτών. Ένας δάσκαλος δίδασκε σε μία αίθουσα όλα τα μαθήματα σε όλες τις τάξεις. Τα διδακτήρια ήταν μέχρι το 1910, μερικά και για πολλά χρόνια αργότερα, μικρά παλαιά τούρκικα κτίρια και διέθεταν ελάχιστα εποπτικά μέσα διδασκαλίας (θρανία, πίνακες, χάρτες, βιβλία κ. ά.).
Η ανεπάρκεια του αριθμού των δασκάλων οδήγησε πολλές φορές τους δασκάλους να χρησιμοποιούν στη διδασκαλία τους την αλληλοδιδακτική μέθοδο. Ο δάσκαλος δίδασκε το μάθημα μόνο σε λίγα, μεγαλύτερα και πιο προχωρημένα, παιδιά και αυτά μετά μετέφεραν τις γνώσεις τους στους μικρότερους συμμαθητές τους. Έτσι ένας δάσκαλος κατάφερνε να διδάξει, να «καλύψει», πολλούς μαθητές. Η μέθοδος αυτή είχε εισαχθεί στην Ελλάδα από την Ευρώπη στις αρχές του 19ου αιώνα, καταργήθηκε επίσημα το 1880, αλλά ανεπίσημα εφαρμοζόταν από πολλούς δασκάλους σε πολλά σχολεία μέχρι και τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα.
Η στέγαση και σίτιση αποτελούσαν επίσης σοβαρά προβλήματα για το δάσκαλο. Η έλλειψη συγκοινωνίας δεν επέτρεπε την καθημερινή μετάβασή του στον τόπο της μόνιμης κατοικίας του. Αναγκαζόταν έτσι να νοικιάσει κάποιο χώρο, αν έβρισκε, ή να διαμείνει σε κάποιο χώρο του σχολείου. Τυχόν δωρεάν προσφορά στέγης από την κοινότητα για το δάσκαλο αποτελούσε σοβαρότατο κίνητρο για διορισμό δασκάλου στο σχολείο. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της δασκάλας Ελένης Αγγελίδου, η οποία σε έγγραφό της το Σεπτέμβριο του 1913 προς το Νομάρχη Λάρισας γράφει: «κατά το παρελθόν έτος εδιωρίσθην εις την εδώ σχολήν των θηλέων ως δημοδιδάσκαλος. Μ’ εχορήγησεν η κοινότης την παλαιάν σχολήν αρρένων δια να εκπαιδεύονται τα κοράσια και εντός της οποίας υπάρχει κενόν δωμάτιον εις ο κατοικώ. Ήδη δε επαρουσιάσθη η εκκλησιαστική επιτροπή και ιδία ο Δημήτριος Παρλάντζας, ος δι’ απειλών και απρεπών εκφράσεων με ηπείλησεν ότι θα με καταγγείλη, εάν δεν πληρώσω ενοίκιον διά το δωμάτιον, ενώ ουδείς εκ των προκατόχων δημοδιδασκάλων επλήρωσε. Εγώ εις απάντησιν των απειλών τού είπον ότι θα επικαλεσθώ την βοήθειαν του κ. Νομάρχου και μοι απήντησεν, ότι δεν γνωρίζει κανέναν Νομάρχην». Και στις 21.8.1914 με σχετική απόφαση του Κοινοτικού Συμβουλίου Μακρυχωρίου «εξεφράσθη ευχή τω 1ω Εποπτικώ Συμβουλίω των Δημοτικών σχολείων ίνα φροντίση και παραδοθή τη Κοινότητι το βία υπό της Ελ. Αγγελίδου κατεχόμενο οίκημα, άλλως μεταθέση αυτήν». Επρόκειτο για χώρο του παλαιού και πρώτου κοινοτικού καταστήματος του Μακρυχωρίου, το οποίο λειτουργούσε από αρκετά χρόνια πριν ως σχολείο. Και στη δεκαετία του 1950, θυμάμαι, ο Διευθυντής του σχολείου διέμενε και είχε το υπνοδωμάτιό του στο

Γραφείο του σχολείου. Και το Σαββατοκύριακο πήγαινε στο σπίτι του στη Λάρισα με το τρένο, αφού περπατούσε 1,5 χιλιόμετρο περίπου, για να φτάσει στο Σταθμό. Τη Δευτέρα το πρωί επέστρεφε με τον ίδιο τρόπο, με καθυστέρηση μερικές φορές και προς μεγάλη ευχαρίστηση των μαθητών, κουβαλώντας μαζί του και κάποια τρόφιμα για τις επόμενες μία ή δύο μέρες. Γιατί και το πρόβλημα της σίτισης ήταν σοβαρό. Εστιατόρια δεν υπήρχαν, τα μαγαζιά δεν πωλούσαν έτοιμα φαγητά (π.χ. τυρί, ελιές), ψυγεία δεν υπήρχαν, δυνατότητα να μαγειρέψει ο δάσκαλος δεν υπήρχε. Κατά καιρούς είχε επικρατήσει ως λύση εν είδει άγραφου νόμου η συνήθεια να σιτίζουν (ταΐζουν) το δάσκαλο οι γονείς των μαθητών. Κάθε μέρα η μητέρα ενός μαθητή έστελνε στο δάσκαλο μία μερίδα φαγητό. Και οι νοικοκυρές, από φόβο μήπως το είδος του φαγητού ή η μαγειρική τους δεν αρέσει στο δάσκαλο, προτιμούσαν να του στέλνουν –χωρίς να γνωρίζουν τι είχε στείλει η προηγούμενη- κάτι «κλασικό», σίγουρο και εύκολο, όπως π.χ. τηγανητά αυγά. Και η συχνότητα με την οποία έστελναν τα αυγά στο δάσκαλο δεν έλυνε πολλές φορές το πρόβλημα της σίτισης, αλλά του έδινε άλλη μορφή, άλλη διάσταση.
Εξάλλου οι κακές συνθήκες λειτουργίας των σχολείων σε συνδυασμό με το μορφωτικό επίπεδο δασκάλων και μαθητών και με το επίπεδο γενικά της κοινωνικής ζωής την εποχή εκείνη οδήγησαν στο να επικρατήσει ως παιδαγωγική μέθοδος ο αυταρχισμός του δασκάλου, η τρομοκράτηση των μαθητών και η χρήση βίας προς αυτούς ή με εγκλεισμό μαθητών για κάποιο χρόνο σε απομονωμένους χώρους ή με σωματική βία και ξυλοδαρμό. Τα ραπίσματα στα μάγουλα και τα χτυπήματα με ξύλινη βέργα, την οποία συνήθως έφερναν οι μαθητές στο δάσκαλο, στις ανοιχτές παλάμες των παιδιών ήταν συνηθισμένος τρόπος συνετισμού των μαθητών, όχι μόνο όταν έκαναν κάποια αταξία, αλλά και όταν ήταν αδιάβαστοι και όταν ακόμα, παρά την προσπάθειά τους, δεν καταλάβαιναν το μάθημα, δεν «έπαιρναν τα γράμματα». Και το κακό ήταν ότι αυτή η «παιδαγωγική» μέθοδος είχε γίνει σε μεγάλο βαθμό αποδεκτή και από την κοινωνία. Η αποδοχή αυτή φαίνεται και στην παροιμιακή έκφραση «το ξύλο βγήκε απ’ τον παράδεισο» και στη φράση του γονέα που φέρεται να είπε στο δάσκαλο, όταν πρωτοπήγε το γιο του στο σχολείο, «δάσκαλε, ετούτος είναι ο γιος μου, το κρέας δικό σου τα κόκκαλα δικά μου· μην τον λυπάσαι, δέρνε τον, κάμε τον άνθρωπο» (Ν. Καζαντζάκης). Και το χειρότερο ότι κάποιες φορές ο ξυλοδαρμός ξεπερνούσε τα όρια, αν μπορεί αν δεχτεί κανείς ότι υπάρχουν όρια στο γεγονός αυτό, και ο δάσκαλος υπό το κράτος ανεξέλεγκτης συναισθηματικής φόρτισης έθετε σε κίνδυνο και τη σωματική ακεραιότητα του παιδιού. Τότε πολλές φορές αντιδρούσαν οι γονείς διαμαρτυρόμενοι, αλλά και απειλώντας με τη σειρά τους τη σωματική ακεραιότητα του δασκάλου. Και μέσα σε τέτοιο παιδαγωγικό περιβάλλον εξηγείται πώς κάποιοι μαθητές ή από φόβο ή από επαναστατική προδιάθεση πηδούσαν από θρανίο σε θρανίο και από το παράθυρο έξω από την αίθουσα, όταν ο δάσκαλος τους κυνηγούσε να τους τιμωρήσει. Γιατί είναι βέβαιο πως η μέθοδος αυτή ούτε γράμματα μαθαίνει στα παιδιά ούτε «ανθρώπους τους κάμει».
Σημειώνω τέλος ως προς το θέμα αυτό ότι δυστυχώς η παιδαγωγική αυτή μέθοδος εφαρμοζόταν, έστω και με κάποια άμβλυνση, και μέχρι τη δεκαετία του 1960, όχι μόνο στο δημοτικό, αλλά και στο εξατάξιο γυμνάσιο, αλλά και ότι υπήρχαν,

αντίθετα, δάσκαλοι, κυρίως δασκάλες, που λόγω του χαρακτήρα τους «δεν άπλωσαν ποτέ χέρι» σε παιδί.
Οι σχέσεις των δασκάλων με τους γονείς και τους κατοίκους ήταν συνήθως καλές. Οι γονείς τούς είχαν ανάγκη τους δασκάλους· μάθαιναν γράμματα στα παιδιά τους. Ο δάσκαλος του χωριού ήταν συνήθως σεβαστό πρόσωπο και αποτελούσε, ιδιαίτερα όταν διέθετε σοβαρότητα και κύρος, έναν από τους βασικούς παράγοντες της κοινωνίας του χωριού μαζί με τον πρόεδρο και τον παπά του χωριού. Όταν τον έβλεπαν να περνάει τους δρόμους του χωριού, τα παιδιά και οι μεγάλοι έλεγαν χαμηλόφωνα μεταξύ τους «περνάει ο δάσκαλος», και όταν πλησίαζε, σηκώνονταν και τον χαιρετούσαν. Ωστόσο υπήρχαν και περιπτώσεις που οι σχέσεις αυτές δεν ήταν καλές. Συγκεκριμένες συμπεριφορές, η φτώχεια και η αγραμματοσύνη και γενικά το χαμηλό μορφωτικό επίπεδο μερικές φορές οδήγησαν σε ρήξη τις σχέσεις δασκάλου με γονείς ή με όλους τους γονείς και τους κατοίκους. Σε μερικές περιπτώσεις ζητήθηκε και η απόλυση του δασκάλου και η αντικατάστασή του. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση δασκάλου, του οποίου την απομάκρυνση ζήτησαν οι γονείς με αναφορά τους προς το Δήμαρχο Νέσσωνος το 1906, στην οποία γράφουν:
«κ. Δήμαρχε, ως και προφορικώς ανηνέχθημεν προς υμάς πολλάκις, ο του χωρίου μας διδάσκαλος Μιχαήλ Αρ. Μίσιος επεδείξατο διαγωγήν ασυμβίβαστον πρός το επάγγελμά του, ασύγγνωστον δε αμέλειαν ως προς την εκτέλεσιν του καθήκοντός του.
Μεθύσκων συχνάκις ύβριζε…. τους κατοίκους του χωρίου μας…. Άλλοτε δε πάλιν απεκάλεσεν εν μέση πλατεία «κερατάδες» τινάς Μακρυχωρίτας….
Επέδειξεν και αμέλειαν…. μη παραδίδων τακτικώς μαθήματα εις τους μαθητάς, αλλά τακτικώτατα απουσιάζων….· εκτός δε τούτων ουδέποτε εφάνη εις την εκκλησίαν ως διδάσκαλος ταχθείς δια την ηθικοποίησιν των τέκνων μας.
Ένεκα των ανωτέρω λόγων φρονούμεν ότι επιβάλλεται όπως ενεργηθή η απομάκρυνσις του ανωτέρω δημοδιδασκάλου Μιχαήλ Μισίου εκ του χωρίου μας, άλλως δηλούμεν ότι θα παύσωμεν αποστέλλοντες τα τέκνα μας εις το σχολείον…».
Οι μαθητές. Οι συνθήκες λειτουργίας των σχολείων ήταν βέβαια δύσκολες και για τους μαθητές. Όπως είπαμε, τα αγόρια και τα κορίτσια φοιτούσαν σε χωριστά σχολεία (τετρατάξια) μέχρι το 1929. Μετά τα Δημοτικά έγιναν ενιαία (μεικτά) και εξατάξια και, όπως ήταν επόμενο, ο αριθμός των μαθητών αυξήθηκε. Έτσι αυξήθηκε και ο αριθμός των δασκάλων και ο αριθμός των αιθουσών. Από το 1930 και μετά δίδασκαν δύο ή τρεις δάσκαλοι σε ανάλογο αριθμό αιθουσών ανά τρεις ή ανά δύο τάξεις. Αυτό βέβαια γινόταν σε σχολεία σχετικά μεγάλα ως προς τον αριθμό των μαθητών, όπως ήταν το σχολείο του Μακρυχωρίου. Από κάποια στοιχεία που διασώθηκαν και περιλαμβάνονται σε σχετική ερευνητική εργασία της καθηγήτριας Ιουλίας Κανδήλα προκύπτει ότι το σχολικό έτος 1908-1909 το Δημοτικό σχολείο αρρένων του Μακρυχωρίου είχε στις τέσσερις τάξεις 87 μαθητές, το διάστημα 1919-1929 το αρρένων είχε κάθε χρόνο από 75-95 μαθητές και μετά το 1935 το ενιαίο σχολείο έχει 150-200 μαθητές, με εξαίρεση τα σχολικά έτη 1947-48 και 1948-49, που οι μαθητές ήταν περισσότεροι από 300, καθώς λόγω του εμφυλίου πολέμου φοίτησαν στο Μακρυχώρι και οι μαθητές των σχολείων Ελάτειας, Παραποτάμου και Ευαγγελισμού. Και μετά το 1950, μέχρι και το 1968, το σχολείο λειτουργούσε με 150

έως 200 μαθητές, με τρεις δασκάλους και με συνδιδασκαλία ανά δύο τάξεις, Α’ και Β’, Γ’ και Δ’, Ε’ και ΣΤ’.
Αξιοσημείωτο είναι ότι ο αριθμός των μαθητών της Α’ τάξης τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα, αλλά και με κάποια διαφοροποίηση μέχρι και τη δεκαετία του 1940, είναι πολύ μεγαλύτερος από τον αριθμό των μαθητών των άλλων τάξεων. Από τους 87 μαθητές το σχολικό έτος 1908-09 οι 40 ήταν στην Α’ τάξη, οι 24 στη Β’, οι 11 στη Γ’ και 12 στη Δ’ τάξη. Αυτό σημαίνει ότι οι μαθητές που εγγράφονταν στην Α’ τάξη διέκοπταν τη φοίτησή τους σε κάποια ενδιάμεση τάξη, πριν φτάσουν στην τελευταία. Μέχρι και τη δεκαετία του 1940 μόνο το 30% των μαθητών περίπου έφτανε στην ΣΤ’ τάξη και αποφοιτούσε από το Δημοτικό. Οι οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες της εποχής οδηγούσαν τους γονείς να παίρνουν τα παιδιά τους από το σχολείο και να τα στέλνουν στα χωράφια και στα πρόβατα ή στην κουζίνα και στον αργαλειό. Σ’ αυτό συνέβαλε και η μη κανονική λειτουργία του σχολείου σε ανώμαλες περιόδους (πόλεμοι), όπως έγινε την περίοδο 1941-1944 λόγω της γερμανικής κατοχής. Η διακοπή της λειτουργίας του σχολείου στις εμπόλεμες περιόδους, η καθυστερημένη πολλές φορές αρχική εγγραφή των μαθητών στο σχολείο (δηλαδή μετά την ηλικία των 7 ετών) και η μη προαγωγή μαθητών στην επόμενη τάξη λόγω μη καλής επίδοσης στα μαθήματα, που ήταν συχνό φαινόμενο μέχρι και τη δεκαετία του 1950, είχε ως αποτέλεσμα να φοιτούν στην ίδια τάξη μαθητές με διαφορετική ηλικία, μικρότερη ή μεγαλύτερη κατά 2, 3 ή και 4 χρόνια.
Ειδικό πρόβλημα στην παρακολούθηση των μαθημάτων είχαν τα παιδιά των μετακινούμενων κτηνοτρόφων. Από τα μέσα Μαΐου, πριν τη λήξη του διδακτικού έτους, μετακινούνταν μαζί με τους γονείς τους και τα κοπάδια τους σε θερινούς ορεινούς βοσκότοπους –η μετακίνηση γινόταν συνήθως με πεζοπορία ή με τα ζώα, άλογα και γαϊδούρια, σπάνια με φορτηγό αυτοκίνητο- και ολοκλήρωναν τα μαθήματα στο σχολείο του τόπου της θερινής διαμονής τους, αν υπήρχε εκεί σχολείο. Και στην αρχή του επόμενου σχολικού έτους άρχιζαν τα μαθήματα στο σχολείο «στα βουνά», μέχρι να επανέλθουν στο Μακρυχώρι τέλος Σεπτεμβρίου ή μέχρι τα μέσα Οκτωβρίου, για να μπουν στο πρόγραμμα του σχολείου.
Σύμφωνα με το πρόγραμμα τα μαθήματα που κατά βάση διδάσκονταν στα Δημοτικά σχολεία από το 19ο αιώνα μέχρι και τα μέσα του δευτέρου μισού του 20ου αιώνα ήταν: Θρησκευτικά, Ελληνικά, Αριθμητική και Γεωμετρία, Ιστορία, Γεωγραφία, Φυσική, Φυσική Ιστορία, Ωδική, Ιχνογραφία, Καλλιγραφία και Γυμναστική ή, ανάλογα με τις εκάστοτε συνθήκες (έλλειψη αιθουσών, δασκάλων),μόνο κάποια από τα μαθήματα αυτά, με πρώτα βασικά βέβαια μαθήματα τα Ελληνικά και Αριθμητική-Γεωμετρία.
Τις πρώτες δεκαετίες της λειτουργίας των σχολείων οι μαθητές στο τέλος του σχολικού έτους έδιναν προφορικές εξετάσεις, προαγωγικές ή απολυτήριες, ενώπιον επιτροπής. Η επιτροπή οριζόταν με απόφαση-πρόταση του Δήμου, η οποία εγκρινόταν από την αρμόδια κρατική εκπαιδευτική Υπηρεσία. Το σχολικό έτος 1900-1901 την εξεταστική επιτροπή για το Δημοτικό σχολείο αρρένων Μακρυχωρίου αποτέλεσαν, σύμφωνα με απόφαση του Δήμου Νέσσωνος στις 24.6.1901, οι δημότες Γεώργιος Τσίρος, Κωνσταντίνος Τσιτούρας και ο εφημέριος του χωριού.
Το σχολείο λειτουργούσε σε δύο βάρδιες, πρωί και απόγευμα· τέσσερις ώρες το πρωί και δύο το απόγευμα. Για την ώρα προσέλευσής τους κάθε φορά στο σχολείο οι μαθητές ενημερώνονταν με το χτύπημα της καμπάνας της εκκλησίας. Ένας μαθητής, που στο σπίτι του υπήρχε ρολόι, αναλάμβανε για ένα χρονικό διάστημα, π.χ. μια εβδομάδα, να χτυπάει σε συγκεκριμένη ώρα την καμπάνα. Το χτύπημα της καμπάνας, που εθεωρείτο τιμητικό καθήκον για το μαθητή, δεν ήταν πάντα για όλους εύκολη δουλειά, καθώς έπρεπε να θέσουν σε κίνηση και με κάποια ταχύτητα από απόσταση 15-20 μέτρων τη βαριά σιδερένια γλώσσα (στούμπο) της καμπάνας, που ήταν κρεμασμένη στο καμπαναριό, στο πιο ψηλό σημείο της εκκλησιάς, και που η γλώσσα της ήταν δεμένη με χοντρό σκοινί (τριχιά). Με το άκουσμα της καμπάνας τα παιδιά αράδιαζαν στους δρόμους προς το σχολείο. Σε λίγη ώρα θα χτυπούσε το κουδούνι (καμπανάκι χειροκίνητο μέχρι και τη δεκαετία του 1960) και θα σήμαινε την έναρξη των μαθημάτων. Φορούσαν τα φουστανάκια τους τα κορίτσια και τα παντελονάκια τους τα αγόρια, μέχρι το γόνατο ή 5-10 πόντους πάνω από το γόνατο, χειροποίητες μάλλινες κάλτσες το χειμώνα μέχρι λίγο κάτω από το γόνατο και παπούτσια συνήθως λαστιχένια, από καουτσούκ, που άφηναν τον αστράγαλο ακάλυπτο, ή γαλότσες με υφασμάτινη εσωτερική επένδυση, που κούμπωναν στα πλάγια με δυο κόπιτσες. Μερικά παιδιά κτηνοτρόφων φορούσαν αρβύλες από χοντρό σκληρό δέρμα με πρόκες στη σόλα (αρβυλάκια). Την άνοιξη φορούσαν κάλτσες πάνινες και παπούτσια πάνινα (λινά) με λαστιχένια σόλα. Τους τελευταίους 1-2 μήνες πολλά παιδιά, κυρίως αγόρια, πήγαιναν σχολείο χωρίς παπούτσια και χωρίς κάλτσες, ξυπόλυτα. Υπήρχαν βέβαια και παιδιά κάπως εύπορων οικογενειών με καλύτερο ντύσιμο. Ήταν όμως οι εξαιρέσεις.
Οι σχολικές τσάντες ήταν υφασμάτινες σάκες (σακούλες). Τις έραβαν οι μητέρες των μαθητών ή οι μοδίστρες του χωριού. Σε κάποιες περιπτώσεις το ύφασμα ήταν χοντρό υφαντό από τον αργαλειό του σπιτιού, χρωματιστό, και έφερε επάνω και κεντημένα διακοσμητικά στοιχεία (κεντήματα). Τα αγόρια κρεμούσαν την τσάντα τους από τον ώμο προς την άλλη πλευρά του σώματος με λωρίδα από το ίδιο ύφασμα, ραμένη στις δυο άκρες του επάνω ανοιχτού μέρους της τσάντας. Τα κορίτσια κρατούσαν την τσάντα τους από δυο μικρές υφασμάτινες χειρολαβές, από το ίδιο ύφασμα, ραμένες η καθεμιά τους στο επάνω μέρος της καθεμιάς από τις δυο πλευρές της τσάντας.
Στην τσάντα έβαζαν τα παιδιά τα τετράδιά τους, το μολύβι, την ξύστρα, τη σβηστήρα (γόμα), τα χρώματα και βέβαια το Αναγνωστικό. Βιβλία για άλλα μαθήματα (π. χ. Ιστορία, Γεωγραφία, Φυσική κ.λ.π.), εκτός από το Αναγνωστικό, μέχρι και τη δεκαετία του 1940 δεν υπήρχαν. Ο δάσκαλος παρέδιδε το μάθημα προφορικά, έγραφε κάποια βασικά στοιχεία στον πίνακα, απ’ όπου οι μαθητές τα αντέγραφαν στο τετράδιό τους. Επίσης μέχρι και τη δεκαετία του 1950 δεν υπήρχαν στο σχολείο τα στυλό τύπου μπικ, τα λεγόμενα στυλό διαρκείας, ούτε βέβαια στυλό με υγρή μελάνη. Εκτός από το μολύβι, που το χρησιμοποιούσαν καθημερινά, όταν έπρεπε να γράψουν στο «καθαρό» τετράδιο, δηλαδή κείμενα κάπως επίσημα (π.χ. γραφή, ορθογραφία), οι μαθητές χρησιμοποιούσαν μελάνη υγρή και κοντυλοφόρο με πένα. Αγόραζαν μελάνη ξερή από το μπακάλη, την έλιωναν με νερό σε ειδικό μικρό γυάλινο δοχείο (μελανοδοχείο, «καλαμάρι»), όπου εμβάπτιζαν την πένα και έγραφαν

μετά στο χαρτί. Με τον τρόπο αυτό έγραφαν οι μαθητές και στις γραπτές εξετάσεις (διαγωνίσματα), που γίνονταν δυο φορές το χρόνο, στη μέση και στη λήξη της σχολικής χρονιάς. Βεβαίως «ατυχήματα» με πτώση του μελανοδοχείου και χύσιμο μέρους ή όλου του περιεχομένου του στο τετράδιο, στο θρανίο ή στο σώμα (χέρια, πόδια) του μαθητή δεν ήταν σπάνια. Μικρές βέβαια και πολύ συχνές μελανοκηλίδες (μουντζούρες) τις διόρθωναν με ειδικό απορροφητικό χαρτί, το στυπόχαρτο.
Μέχρι τα πρώτα χρόνια και της δεκαετίας του 1950 οι μαθητές των δύο πρώτων τάξεων, κυρίως της Α´, έφεραν στην τσάντα τους και χρησιμοποιούσαν, για να πρωτομάθουν τη γραφή, αντί για τετράδιο ένα μικρό ορθογώνιο πίνακα, 15×20 εκατοστά περίπου, την πλάκα (αρχ. άβαξ, αβάκιον), πάνω στον οποίο χάρασσαν με ειδικό χοντρό μολύβι (κοντύλι) τα πρώτα τους γράμματα και αριθμούς.
Προβληματική ήταν και η θέρμανση των αιθουσών του σχολείου τη χειμερινή περίοδο. Υπήρχε σε κάθε αίθουσα μια θερμάστρα-ξυλόσομπα και είχες συνήθως την εντύπωση πως η αίθουσα θερμαινόταν από τον καπνό της και από τις ανάσες των παιδιών, παρά από την κανονική λειτουργία της θερμάστρας. Μερικές φορές μάλιστα, όταν τα οικονομικά του σχολείου δεν ήταν αρκετά, οι μαθητές έφεραν από τα σπίτια τους κάθε πρωί στο σχολείο μαζί με την τσάντα τους και από ένα ξύλο για τη σόμπα.
Με τέτοιες συνθήκες εργάζονταν δάσκαλοι και μαθητές, στα τέλη του 19ου αιώνα, στις πρώτες δεκαετίες και εν πολλοίς μέχρι σχεδόν και τα 3/4 του 20ου αιώνα, και προσπαθούσαν να δώσουν και να πάρουν τις στοιχειώδεις γνώσεις, ανάγνωση, γραφή και αριθμητική. Και με το πέρασμα του χρόνου κάποια παιδιά, με περισσότερη κλίση προς «τα γράμματα» και από οικογένειες με οικονομικές δυνατότητες περισσότερες και κοινωνικές αντιλήψεις πιο προχωρημένες, περνούσαν και στο επόμενο στάδιο της Εκπαίδευσης. Στη δεκαετία του 1920 παρακολούθησαν μαθήματα στο Σχολαρχείο, στα Αμπελάκια ή στο Συκούριο, οι μαθητές Θεόδωρος Γ. Μπούτος, Θωμάς Αχ. Μυλωνάς, Αστέριος Γ. Σιμόπουλος και η μαθήτρια Δέσποινα (Πιπίνα) Σαμολαδά-Μπούτου. Την ίδια δεκαετία αποφοίτησε από το Γυμνάσιο ο Πέτρος Αχ. Τσέτσιλας. Στη δεκαετία του 1930 φοίτησαν στο Γυμνάσιο οι Δημήτριος Ιω. Σαμαράς, Γεώργιος Επ. Γιαννακόπουλος, Βασίλειος Χαρ. Γεωργόπουλος. Στις δεκαετίες του 1940 και του 1950 εγγράφονταν στο Γυμνάσιο από 1 έως 4 παιδιά, δηλαδή κατά μέσο όρο το 10% περίπου αυτών που αποφοιτούσαν από την ΣΤ’ τάξη του Δημοτικού. Από αυτά τα περισσότερα ήταν αγόρια και δεν ήταν μόνο παιδιά ευκατάστατων οικονομικά οικογενειών, αλλά και παιδιά φτωχών γεωργών και κτηνοτρόφων.
Οι πρώτοι μαθητές από το Μακρυχώρι, που φοίτησαν σε ανώτερη ή πανεπιστημιακή σχολή από το 1930 μέχρι και το τέλος της δεκαετίας του 1950 και πήραν σχετικό πτυχίο, ήταν οι Γεώργιος Επ. Γιαννακόπουλος, γιατρός, ο Γεώργιος Δ. Φωτίου, θεολόγος, ο Επαμεινώνδας Γρ. Τσιάκος, Ευδοκία Δ. Μπράχου, Χρήστος Αθ. Πελεκούδας, Θωμάς Δ. Πουσπουρίκας, δάσκαλοι, και ο Φώτιος Δ. Φωτίου, γιατρός.

Εξωδιδακτικές δραστηριότητες. Εκτός από τη διδασκαλία των μαθημάτων στα καθήκοντα των δασκάλων ήταν και άλλες εκπαιδευτικές δραστηριότητες, όπως διοργάνωση σχολικών εορτών, ενασχόληση με σχολικό κήπο, πραγματοποίηση εκδρομών και περιπάτων κ.ά.

Μετά το 1930, όταν τα σχολεία έγιναν μεικτά και είχαν περισσότερους μαθητές και περισσότερους του ενός, δύο ή τρεις, δασκάλους, διοργανώνονταν στο σχολείο μαθητικές γιορτές, στις εθνικές επετείους ή με τη λήξη των μαθημάτων, οι οποίες περιλάμβαναν απαγγελία ποιημάτων, μικρές θεατρικές παραστάσεις, αθλητικές δραστηριότητες ή άλλα «δρώμενα». Τα θέματα των εκδηλώσεων αυτών αναφέρονταν στην πρόσφατη εθνική μας ιστορία, στη σχολική ζωή ή στην ευρύτερη κοινωνική κατάσταση της εποχής.
Ειδικότερα στη δεκαετία του 1950, με Δ/ντή του σχολείου το δάσκαλο Δημήτριο Χρ. Κωνσταντινίδη, η σχολική γιορτή στη λήξη των μαθημάτων, την οποία ονομάζαμε Εξετάσεις, περιλάμβανε, εκτός από απαγγελία ποιημάτων και θεατρικές παραστάσεις (σκετς), και γυμναστικές επιδείξεις (και με ενόργανες ασκήσεις), αγώνες στίβου (άλμα εις ύψος, επί κοντώ, εις μήκος, απλούν και τριπλούν, αγώνες δρόμου κ.λ.π.), άλλους αγώνες-παιγνίδια, όπως αβγοδρομία, τσουβαλοδρομία ή και άλλες εκδηλώσεις. Στην αβγοδρομία οι μαθητές διαγωνίζονταν διανύοντας απόσταση 50 μέτρων περίπου. Κρατούσαν με το στόμα τους από τη λαβή του ένα κουτάλι σούπας, στο κοίλο μέρος του οποίου ήταν τοποθετημένο ένα άβραστο αβγό. Νικητής ήταν ο μαθητής που τερμάτιζε πρώτος χωρίς να του πέσει το αβγό από το κουτάλι. Πολλές φορές βέβαια δεν υπήρχε νικητής. Στην τσουβαλοδρομία οι διαγωνιζόμενοι μαθητές προσπαθούσαν να διανύσουν τρέχοντας ίδια περίπου απόσταση, έχοντας όμως τα πόδια τους μέσα σε ένα τσουβάλι, το οποίο στήριζαν δένοντάς το στη μέση του σώματός τους. Οι αλλεπάλληλες πτώσεις των διαγωνιζόμενων στην προσπάθειά τους να τερματίσουν πρώτοι προκαλούσαν πολύ γέλιο στους θεατές. Η γιορτή αυτή είχε επίσημο και πανηγυρικό χαρακτήρα, γινόταν στο προαύλιο του σχολείου –οι γυμναστικές επιδείξεις έγιναν μερικές φορές και στην πλατεία του χωριού-, καλούνταν και παραβρίσκονταν οι επίσημοι του χωριού, ο πρόεδρος της Κοινότητας, ο παπάς, ο γιατρός του χωριού κ.ά., οι γονείς των μαθητών και όλοι οι χωριανοί. Στο τέλος της γιορτής επιδίδονταν στους μαθητές οι τίτλοι σπουδών (Ενδεικτικά ή Απολυτήρια) και στους νικητές των αγώνων δίνονταν διάφορα έπαθλα-βραβεία, όπως π.χ. ένα ζευγάρι λινά παπούτσια στους πρώτους νικητές.
Η ενημέρωση των μαθητών για την καλλιέργεια λουλουδιών, δέντρων και άλλων γεωργικών καλλιεργειών και η πρακτική άσκηση επ’ αυτών στο σχολικό κήπο ήταν στοιχείο του διδακτικού προγράμματος και τακτική δραστηριότητα δασκάλου και μαθητών. Ο σχολικός κήπος ήταν, κυρίως στα επαρχιακά σχολεία, απαραίτητο συστατικό της σχολικής μονάδας. Χαρακτηριστική είναι και η 32/29.7.1934 απόφαση της Κοινότητας Μακρυχωρίου, με την οποία εγκρίνει «όπως παραχωρηθεί εις το Δημοτικόν Σχολείον Μακρυχωρίου έκτασις κοινοτική περί τα 4 στρέμματα παρά το μηχανοστάσιον, ίνα χρησιμεύση ως σχολικός κήπος και ούτω καταστή δυνατή η διδασκαλία εις τους μαθητάς της στοιχειώδους γεωπονίας, απαραιτήτου ούσης, δεδομένου ότι κατά το πλείστον οι κάτοικοι ασχολούνται εις την γεωργίαν».
Γίνονταν επίσης περίπατοι τακτικοί στη γύρω περιοχή και, κυρίως μετά το 1950, παιδαγωγικές εκδρομές με λεωφορείο και εκτός νομού.
Επισημαίνω επίσης ότι την ίδια περίοδο είχε αρχίσει να εμφανίζεται στο σχολείο στοιχειωδώς και ο θεσμός των Μαθητικών Κοινοτήτων, καθώς υπήρχε πρόεδρος των μαθητών. Ο πρόεδρος αυτός οριζόταν ουσιαστικά από τους δασκάλους,

αφού βέβαια είχαν πάρει και τη συγκατάθεση των μαθητών, και ήταν ένας μαθητής –όχι μαθήτρια- της Έκτης τάξης. Ο μαθητής αυτός στο τέλος της τελετής λήξης των μαθημάτων παρέδιδε την ελληνική σχολική σημαία σε μαθητή απόφοιτο της Πέμπτης, ο οποίος προ-οριζόταν πρόεδρος για την επόμενη σχολική χρονιά.
Οι εκδηλώσεις αυτές ήταν άλλη μια σημαντική προσφορά των δασκάλων, άρεσαν, όπως ήταν φυσικό, πολύ στους μαθητές και έμεναν συνήθως ανεξίτηλες στη μνήμη τους.

Τα διδακτήρια
Τρία ήταν τα βασικά κτήρια-διδακτήρια στα οποία λειτούργησε το Δημοτικό σχολείο από την αρχή της λειτουργίας του μέχρι και σήμερα. Το πρώτο και παλαιότερο βρισκόταν στο κέντρο του χωριού, στην πλατεία, το δεύτερο λίγο νοτιότερα, στη συνοικία-πλατεία Μυλωνά, και το τρίτο, αυτό που λειτουργεί και σήμερα, μπροστά και ανατολικά από το Δημαρχείο.
Αρχικά το Δημοτικό σχολείο αρρένων στεγάστηκε σε ιδιόκτητο ενοικιαζόμενο κτήριο. Για πρώτη φορά το Δ.Σ. του Δήμου Νέσσωνος με τη 293/9.12.1894 απόφασή του ψηφίζει πίστωση 300 δρχ. «δι’ ανέγερσιν του δημοτικού Σχολείου Μακρυχωρίου». Η απόφαση αυτή δεν υλοποιήθηκε, το σχολείο συνεχίζει να λειτουργεί σε ενοικιαζόμενο κτήριο, όπως προκύπτει από τη 40/9.5.1899 απόφαση του Δ.Σ. Νέσσωνος, με την οποία απορρίπτει αίτηση πληρωμής 75 δρχ. για ενοίκιο «του διδακτηρίου αρρένων Μακρυχωρίου από 1.1.1898 μέχρι τέλους 5.1898, διότι δεν ελειτούργει ένεκεν της τουρκικής κατοχής».
Από το 1900 περίπου μέχρι και το τέλος του 1910 το σχολείο λειτουργεί στο πρώτο από τα τρία βασικά κτήρια που βρισκόταν στην πλατεία του χωριού. Ήταν ένα ισόγειο ορθογώνιο κτήριο, μεγάλο για την εποχή εκείνη, με εμβαδόν εκατό (100) περίπου τ.μ., το οποίο είχε δύο χώρους-δωμάτια στη νότια στενή πλευρά και άλλα δύο στη βόρεια και ανάμεσά τους μια μεγάλη αίθουσα. Το μέγεθός του, η αρχιτεκτονική του δομή και η παλαιότητά του δείχνουν πως ήταν μάλλον κτήριο δημόσιο και πως ήταν κτισμένο όχι από τους πρώτους Έλληνες κατοίκους του χωριού, αλλά ήταν παλαιό τούρκικο κτήριο κτισμένο τις τελευταίες δεκαετίες της τουρκοκρατίας. Προς την άποψη αυτή συνηγορεί και το περιεχόμενο απόφασης του Δ.Σ. του Δήμου Νέσσωνος στις 31.10.1910, με την οποία «διαθέτει πίστωσιν 250 δρχ. διά την επισκευήν του κτιρίου του δημοτικού Σχολείου Μακρυχωρίου…. δι’ ημερομισθίων… αδυνάτου ούσης της εκτελέσεως διά δημοπρασίας, επειγούσης δε άτε καταστάντος ετοιμορρόπου». Στο κτήριο αυτό από το 1912 και μέχρι το 1929 στεγάστηκε το Δημοτικό σχολείο θηλέων και για αρκετά χρόνια μετά το 1930 λειτούργησαν κάποιες τάξεις του ενιαίου πια Δημοτικού σχολείου.
Από το 1914 μέχρι και το 1958 τα δύο δωμάτια της νότιας πλευράς του κτηρίου χρησιμοποιήθηκαν ως Γραφεία της Κοινότητας Μακρυχωρίου. Το 1958 το κτήριο κατεδαφίστηκε και στη θέση του κτίστηκε νέο κτήριο, που λειτούργησε ως Κοινοτικό Κατάστημα μέχρι το 1992. Από τους τελευταίους μήνες του 2001 στο

κτήριο αυτό στεγάζεται το Κέντρο Εξυπηρέτησης Πολιτών (Κ.Ε.Π.) του Δήμου Μακρυχωρίου.
Στο τέλος της πρώτης δεκαετίας του 1900 ολοκληρώνεται το νέο διδακτήριο του Δημοτικού. Ήταν το νεοκλασικό κτήριο στη συνοικία Μυλωνά, κτήριο δημόσιο που κτίστηκε με δαπάνες του κληροδοτήματος Συγγρού. Ο χρόνος ολοκλήρωσης της κατασκευής του νέου διδακτηρίου προκύπτει και από την προαναφερθείσα απόφαση του Δ.Σ. του Δήμου Νέσσωνος στις 31.10.1910 –το σχολικό έτος 1910-1911 λειτουργεί ακόμη το παλαιό διδακτήριο- και από το γεγονός ότι από το 1912 το παλαιό διδακτήριο διατέθηκε για τη λειτουργία του ιδρυθέντος το 1911 Δημοτικού σχολείου θηλέων. Στο διδακτήριο αυτό λειτούργησε το Δημοτικό μέχρι το 1950 περίπου –μέχρι το 1929 μόνο το σχολείο αρρένων.
Το 1934 το Δημόσιο αποφάσισε να εκποιήσει το διδακτήριο αυτό με πλειοδοτική δημοπρασία. Το Κοινοτικό Συμβούλιο Μακρυχωρίου, με την 50/29.11.1934 απόφασή του με θέμα «περί συμμετοχής της Κοινότητος εις την ενεργηθησομένην πλειοδοτικήν δημοπρασίαν εκποιήσεως του δημοτικού Σχολείου», «ομοφώνως απεδέχθη την πρότασιν του Προέδρου και εξουσιοδότησεν τούτον όπως μέχρι του ποσού των δρχ. 60.000 δόση προσφοράν εν τη δημοπρασία». Η δημοπρασία αυτή, αν τελικά έγινε, δεν έφερε αποτέλεσμα.
Το 1938 το διδακτήριο αυτό περιήλθε στην κυριότητα της κοινότητας Μακρυχωρίου με ανταλλαγή. Το Κ.Σ. Μακρυχωρίου με την 37/6.5.1938 απόφασή του «έχον υπ’ όψιν του τας 31 και 59 του έτους 1937 πράξεις του περί ανταλλαγής ακινήτου 100 στρεμμάτων περίπου καλλιεργησίμου κοινοτικής γης μετά της σχολικής εφορείας Μακρυχωρίου δια του μονοταξίου Σχολείου Μακρυχωρίου…. ομοφώνως εξουσιοδοτεί τον πρόεδρον αυτού Χαρ. Γεωργόπουλον να συντάξει το σχετικόν συμβόλαιον ανταλλαγής». Πρόκειται για το σχολικό χωράφι, το οποίο έκτοτε, και κυρίως μετά το 1950, διαχειρίζεται το Σχολείο.
Το 1952, όταν το κτήριο αυτό είχε πάψει να λειτουργεί ως σχολείο, το Κ.Σ. Μακρυχωρίου με απόφασή του την 1.8.1952 αποφάσισε ομόφωνα «την δωρεάν παραχώρησιν εις το Ελληνικόν Δημόσιον του αιτουμένου παλαιού σχολικού κτιρίου περιελθόντος εις την κυριότητα της κοινότητος δυνάμει του υπ’ αριθμ. 5932/24.9.38 συμβολαίου ανταλλαγής του Συμβολαιογράφου Λαρίσης Περ. Γαρδίκη…. προς ίδρυσιν Σταθμού Χωροφυλακής». Η απόφαση αυτή δεν υλοποιήθηκε.
Έκτοτε το κτήριο αυτό έμεινε εκτός λειτουργίας και εγκαταλείφθηκε ασυντήρητο στο έλεος του χρόνου και των καιρικών συνθηκών. Περί το 1980 το κτήριο κατεδαφίστηκε και στη θέση του υπάρχει η όμορφη μικρή τρίγωνη πλατεία. Έτσι χάθηκε, όπως και ο παλαιός ναός του Αγίου Νικολάου, και αυτό το μνημείο της ιστορίας του χωριού. Εκ των υστέρων βέβαια διαπιστώθηκε από όλους μας ότι η αναπαλαίωση του κτηρίου αυτού θα ήταν η καλύτερη λύση για λόγους και ιστορικούς και πρακτικούς.
Από το 1950 και μετά το σχολείο λειτούργησε στο κτήριο όπου και μέχρι σήμερα λειτουργεί. Πιο συγκεκριμένα στο κτήριο με τις τρεις αίθουσες στη δυτική πλευρά του προαυλίου του σημερινού σχολικού συγκροτήματος και ανατολικά του Δημαρχείου. Το διδακτήριο αυτό σύμφωνα με μαρτυρίες κατοίκων, κτίστηκε λίγο πριν το 1940. Οι μαρτυρίες αυτές ενισχύονται και από την 53/7.8.1938 απόφαση του

κοινοτικού Συμβουλίου, με την οποία «εγκρίνει ομοφώνως την καταβολήν εισφοράς της Κοινότητος εκ δρχ. 10.000 εις την σχολικήν εφορείαν Μακρυχωρίου…. προς αποπληρωμήν του εργολάβου του ανεγείραντος το διδακτήριον». Στη δεκαετία του 1940 δε λειτούργησε ως σχολείο λόγω των ανώμαλων συνθηκών (πόλεμος, κατοχή, εμφύλιος). Στη διάρκεια δε του εμφυλίου χρησιμοποιήθηκε από το Στρατό, αλλά και έπαθε ζημιές στα πλαίσια της εμφύλιας διαμάχης. Μετά τη λήξη του εμφυλίου πολέμου ολοκληρώθηκε ως διδακτήριο και στέγασε το Δημοτικό σχολείο. Το νεότερο κτήριο του Δημοτικού (άλλες τρεις αίθουσες) κτίστηκε λίγο πριν το 1980 ανατολικά του παλαιού και σε χώρο του σχολικού κήπου. Με πρωτοβουλία του Δ/ντή του σχολείου Ηλία Κωσταρίγκα συστήθηκε ερανική επιτροπή, η οποία συγκέντρωσε ένα χρηματικό ποσό από τους κατοίκους και ξεκίνησε την ανέγερση του κτηρίου. Σχεδόν αμέσως το κτήριο ολοκληρώθηκε με κρατικές δαπάνες. Οι έξι πια αίθουσες του Δημοτικού διευκόλυναν αμέσως μετά την ίδρυση και λειτουργία Γυμνασίου στο Μακρυχώρι.
Στη δεκαετία του 1960 κτίστηκε η οικοδομή στη βορειοδυτική γωνία του σχολικού οικοπέδου. Χτίστηκε, και χρησιμοποιήθηκε τα πρώτα χρόνια, ως κατοικία δασκάλων. Αργότερα διαμορφώθηκε εσωτερικά σε δύο σχολικές αίθουσες και χρησιμοποιήθηκε από τα σχολεία, Δημοτικό, Γυμνάσιο, και κυρίως στέγασε το Νηπιαγωγείο για είκοσι πέντε περίπου χρόνια και μέχρι το 2008.
Η μεγάλη αίθουσα γυμναστικής στη βόρεια πλευρά του σχολικού οικοπέδου στήθηκε και ολοκληρώθηκε το πρώτο μισό της δεκαετίας του 2000.
Εκτός από τα βασικά αυτά διδακτήρια χρησιμοποιήθηκαν κατά καιρούς, ανάλογα με τον αριθμό των μαθητών και τις ανάγκες του σχολείου, και πάντως πριν από το 1950, και άλλοι χώροι ως σχολικές αίθουσες, όπως η εκκλησιά του χωριού ή το κτήριο ιδιοκτησίας Προκόπη Γιαννακόπουλου, το οποίο υπάρχει ακόμη μισοερειπωμένο δίπλα στην κεντρική πλατεία του χωριού.

ΠΗΓΗ: Αναδημοσίευση υλικού από το προσωπικό ιστολόγιο του Χρήστου Αστ. Σαΐτη με στοιχεία σημειώματος που προκύπτουν από τα αρχεία του πρώην Δήμου Νέσσωνος (1883-1913), της Κοινότητας Μακρυχωρίου και των σχολείων του Μακρυχωρίου, από πληροφορίες κατοίκων και εκπαιδευτικών που υπηρέτησαν στα σχολεία και από ενθυμήματα και προσωπικές εμπειρίες του συντάκτη του, Θωμά Αστ. Τσέτσιλα, Μακρυχώρι, Δεκέμβριος 2010.